ψύθος: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ψύδος]], -ους, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[ψεύδος]], [[ψέμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουδ. [[ψύδος]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του [[ψεύδομαι]], ενώ ο τ. [[ψύθος]] εμφανίζει [[δασεία]] οδοντική [[παρέκταση]] -<i>θ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψιθυρίζω]])]. | |mltxt=και [[ψύδος]], -ους, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[ψεύδος]], [[ψέμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουδ. [[ψύδος]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του [[ψεύδομαι]], ενώ ο τ. [[ψύθος]] εμφανίζει [[δασεία]] οδοντική [[παρέκταση]] -<i>θ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψιθυρίζω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψύθος:''' [ῠ], -εος, τό, ποιητ. [[τύπος]] ισοδ. του [[ψεῦδος]], [[ψέμα]], [[αναλήθεια]], [[συκοφαντία]], [[διαβολή]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], εος, τό, poet. collat. form for ψεῦδος,
A lie, untruth, A.Ag. 478 (lyr.), 999 (lyr., pl.), 1089 (pl.):—in Call.Fr.184, οὐ ψύθος οὔνομ' ἔχουσα, ψ. is a Subst. in appos. with οὔνομα.
German (Pape)
[Seite 1402] τό, seltnere poet. Nebenform statt ψεῦδος, 1) Lüge, Ohrenbläserei, Verleumdung, Aesch. Ag. 465. 1059. – 2) als adj. lügenhaft, verleumderisch, falsch, unwahr, Callim. frg. 184.
Greek (Liddell-Scott)
ψύθος: [ῠ], εος, τό, ποιητ. τύπος ταυτόσημος τῷ ψεῦδος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 478. 1089· οὕτω καὶ αὐτόθι 999, ἔνθα τινὲς χωρὶς ἀνάγκης εἰκάζουσιν ἐπίθ. ψυθής ἢ ψύθης = ψευδής· - οὕτως ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 184, οὐ ψύθος οὔνομ’ ἔχουσα, ψ. εἶναι προσδιορισμὸς κατὰ παρένθεσιν εἰς τὸ οὔνομα. (ἐντεῦθεν ψυθίζω, ἴδε ψεύδομαι).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
mensonge.
Étymologie: R. Ψυθ ; cf. ψεύδω.
Greek Monolingual
και ψύδος, -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) ψεύδος, ψέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. ψύδος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα του ψεύδομαι, ενώ ο τ. ψύθος εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση -θ- (πρβλ. ψιθυρίζω)].
Greek Monotonic
ψύθος: [ῠ], -εος, τό, ποιητ. τύπος ισοδ. του ψεῦδος, ψέμα, αναλήθεια, συκοφαντία, διαβολή, σε Αισχύλ.