ἐπιβουλή: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source
(13)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιβουλή]]) [[επιβουλεύω]]<br />[[σχέδιο]] ενεργειών, μυστική [[προετοιμασία]] και δόλιες ενέργειες [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=η (AM [[ἐπιβουλή]]) [[επιβουλεύω]]<br />[[σχέδιο]] ενεργειών, μυστική [[προετοιμασία]] και δόλιες ενέργειες [[εναντίον]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβουλή:''' ἡ, εχθρικό [[σχέδιο]] [[εναντίον]] κάποιου άλλου, [[μηχανορραφία]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβουλή Medium diacritics: ἐπιβουλή Low diacritics: επιβουλή Capitals: ΕΠΙΒΟΥΛΗ
Transliteration A: epiboulḗ Transliteration B: epiboulē Transliteration C: epivouli Beta Code: e)piboulh/

English (LSJ)

ἡ,

   A plan formed against another, plot, scheme, Hdt. 1.12, Th.4.77, 86, Isoc.4.148, etc.; ἐπιβουλὴν ἐπιβουλεύειν Lys.13.18; πρός τινα against one, X.An.1.1.8; ἐξ ἐπιβουλῆς by treachery, treacherously, ἐξ ἐ. ἀποθανεῖν, ἐξ ἐ. φονεὺς εἶναι, Antipho 2.1.5, 1.3, cf. Th.8.92, X.An.6.4.7, etc.; μετὰ ἐπιβουλῆς designedly, Pl.Lg.867a, al.

German (Pape)

[Seite 930] ἡ, Vorhaben, Anschlag gegen Einen, Nachstellung, Thuc. 4, 76; ἐπ ιβουλὴν ἀρτύειν Her. 1, 12; ἐπιβουλεύειν Lys. 13, 18; ἐξ ἐπιβουλῆς, hinterlistiger Weise, Thuc. 8, 92; Xen. An. 6, 4, 7; aber auch allgemeiner: mit Vorsatz, Antiph. 1, 3; Plat. Rep. I, 341 a; auch μετ' ἐπιβουλῆς, Legg. IX, 867 a; τῇ ἐπιβουλῇ, im Ggstz von ἀπροβουλίᾳ, ibd.; φθόνοι καὶ ἐπιβουλαί vrbdn Prot. 316 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβουλή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 1. 12, Θουκ. 4. 76, 86· πρός τινα, κατά τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 8· ἐξ ἐπιβουλῆς, δι’ ἐπιβουλῆς, ἐξ ἐπιβ. θανών, ἐξ ἐπιβ. φονεὺς Ἀντιφῶν 115. 20., 111. 43· πρβλ. Θουκ. 8. 92, κτλ.· οὕτω καί, μετὰ ἐπιβουλῆς Πλάτ. Νόμ. 867Α κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 dessein prémédité : ἐξ ἐπιβουλῆς, μετ’ ἐπιβουλῆς à dessein, de propos délibéré;
2 en mauv. part machination, complot, intrigue : ἐξ ἐπιβουλῆς THC par trahison préméditée, insidieusement.
Étymologie: ἐπί, βουλή.

English (Strong)

from a presumed compound of ἐπί and βούλομαι; a plan against someone, i.e. a plot: laying (lying) in wait.

English (Thayer)

ἦς, ἡ, a plan formed against one (cf. ἐπί, D. 7), a plot: γίνεται τινα ἐπιβουλή ὑπό τίνος, εἰς τινα, Herodotus), Thucydides down.)

Greek Monolingual

η (AM ἐπιβουλή) επιβουλεύω
σχέδιο ενεργειών, μυστική προετοιμασία και δόλιες ενέργειες εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

ἐπιβουλή: ἡ, εχθρικό σχέδιο εναντίον κάποιου άλλου, μηχανορραφία, σε Ηρόδ., Θουκ.