ἐρείπιον: Difference between revisions
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />débris, ruine ; <i>d’ord. au pl.</i> τὰ ἐρείπια ruines d’un mur, d’une maison, <i>etc.</i>, lambeaux d’un vêtement : νεκρῶν ἐρείπια SOPH débris d’animaux morts.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρείπω]]. | |btext=ου (τό) :<br />débris, ruine ; <i>d’ord. au pl.</i> τὰ ἐρείπια ruines d’un mur, d’une maison, <i>etc.</i>, lambeaux d’un vêtement : νεκρῶν ἐρείπια SOPH débris d’animaux morts.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρείπω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐρείπιον:''' τό ([[ἐρείπω]]), [[συντρίμμι]], [[απομεινάρι]] [[μετά]] από [[καταστροφή]], [[κυρίως]] στον πληθ., <i>ναυτικὰ ἐρ</i>., συντρίμμια ναυαγίου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, <i>οἰκημάτων ἐρ</i>., συντρίμμια σπιτιών, σε Ηρόδ.· <i>ἐρ. πέπλων</i>, [[τεμάχιο]], [[κομμάτι]], [[κουρέλι]], σε Ευρ.· πρβλ. [[ἐρείπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, (ἐρείπω)
A fallen ruin, wreck, Arist.Rh.1413a6, Aristid. Or.49(25).42, Opp.H.5.324: generally in pl., ναυτικὰ ἐ. wreckage, A. Ag.660,Fr.274, E.Hel.1080 ; θραύμασίν τ' ἐρειπίων A.Pers.425; ruins, οἰκημάτων, [τειχέων], Hdt.2.154,4.124 ; δόμων E.Ba.7; ἐρείπια alone, ἐν τοῖς Κιμωνίοις ἐ. Cratin.151 ; ἐ. χλανιδίων fragments of garments, Trag.Adesp.7; πέπλων E.Tr.1025 ; νεκρῶν ἐ. dead carcasses, S.Aj.308, E.Fr.266.—Poet.and later Prose (exc. Arist.and Hdt.ll.cc.), D.H. 1.14,CIG2700e (Mylasa), Paus.10.38.13, Aristid. l.c., etc.
German (Pape)
[Seite 1024] τό, im sing. bei Arist. rhet. 3, 11 Opp. H. 5, 324, sonst plur., das Eingestürzte, Trümmer, ναυτικά Aesch. Ag. 646, wie Eur. Hel. 1080; ἐρειπίων θραύσματα, Stücke von Schiffstrümmern, Aesch. Pers. 417; δόμων, Häusertrümmer, Ruinen, Eur. Bacch. 7; Plut. Camill. 28 σκηνοῦντας ἐν ἐρειπίοις, u. a.Sp.; ἐν πέπλων ἐρειπίοις, Ueberbleibsel, Lumpen, Eur. Tr. 1025, wie λεπτῶν χλανιδίων Soph. frg. 400; ἐρείπια νεκρῶν, Ueberbleibsel, Leichen der getödteten Thiere, Ai. 301; ἐρ. ὠμηστῆρος Opp. Hal. 5, 324.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρείπιον: τό, (ἐρείπω), ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖνο ὅπερ ἔμεινε μετὰ τὴν καταστροφὴν πράγματός τινος, ἔστι γὰρ εἰκάσαι... τὸ ἐρείπιον «ῥάκει οἰκίας» Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11. 13, Ὀππ. Ἀλ. 5. 324: - ἀλλαχοῦ πάντοτε κατὰ πληθ., ναυτικὰ ἐρ., τεμάχια ναυαγίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 660, Ἀποσπ. 273, Εὐρ. Ἑλ. 1080. οὕτως, θραύμασίν τ’ ερειπίων Αἰσχύλ. Πέρσ. 425· ὡσαύτως, οἰκημάτων, τειχέων, Ἡρόδ. 2. 154, 4. 124· δόμων Εὐρ. Βάκχ. 7· καὶ ἐρείπια μόνον ὡς παρ’ ἡμῖν, ἐν τοῖς Κιμωνίοις... ἐρειπίοις Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 4, πρβλ. Meineke ἐν Κωμ. 5. σ. 20· ἐρ. χλανιδίων, ῥάκη, τεμάχια ἐνδυμάτων, Σοφ. Ἀποσπ. 400· πέπλων Εὐρ. Τρ. 1025· νεκρῶν ἐρ., λείψανα, Σοφ. Αἴ. 308, Εὐρ. Ἀποσπ. 268: - ποιητ. λέξ. ἀπαντῶσα ἔν τινι πεζῇ Ἐπιγρ. 2700e, καὶ παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 14.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
débris, ruine ; d’ord. au pl. τὰ ἐρείπια ruines d’un mur, d’une maison, etc., lambeaux d’un vêtement : νεκρῶν ἐρείπια SOPH débris d’animaux morts.
Étymologie: ἐρείπω.
Greek Monotonic
ἐρείπιον: τό (ἐρείπω), συντρίμμι, απομεινάρι μετά από καταστροφή, κυρίως στον πληθ., ναυτικὰ ἐρ., συντρίμμια ναυαγίου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, οἰκημάτων ἐρ., συντρίμμια σπιτιών, σε Ηρόδ.· ἐρ. πέπλων, τεμάχιο, κομμάτι, κουρέλι, σε Ευρ.· πρβλ. ἐρείπω.