βιωτός: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βιωτός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που αξίζει να τον ζει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>βιω</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>iy</i><i>ō</i>-) του αορ. <i>εβίων</i> (<b>βλ.</b> <i>βιώ</i> II) ή <span style="color: red;"><</span> [[βίος]]. | |mltxt=[[βιωτός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που αξίζει να τον ζει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>βιω</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>iy</i><i>ō</i>-) του αορ. <i>εβίων</i> (<b>βλ.</b> <i>βιώ</i> II) ή <span style="color: red;"><</span> [[βίος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βιωτός:''' -όν ([[βιόω]]), αυτός που βιώνεται, αυτός που είναι [[άξιος]] να γίνει [[βίωμα]], σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
όν,
A to be lived, worth living, mostly with neg., ἔμοιγ' ὁ μέλλων βίος οὐ β. S.OC1692 (lyr.), cf. Ar.Pl.197 (dub.), Pl.Ap.38a; οὐ βιωτὸν οὐδ' ἀνασχετόν Antiph.190. 10; οὐκ ἦν μοι β. τοῦτο ποιήσαντι D.21.120; ἆρ' οὖν β. ἡμῖν ἐστιν μετὰ μοχθηροῦ σώματος Pl.Cri.47e.
German (Pape)
[Seite 446] zu leben; βίος οὐ βιωτός, ein Leben, das nicht als ein Leben zu betrachten, Plat. Apol. 38 a; Conv. 216 a; Ar. Plut. 197; neutr., ἆρα βιωτὸν ἡμῖν ἐστιν; können wir leben? Plat. Crit. 47 d; οὐ βιωτὸν ἡγεῖσθαι, d. i. sterben wollen, Xen. Hell. 2, 3, 50; so öfter bei Sp.; Antiphan. Ath. VIII, 342 f οὐ βιωτόν ἐστιν οὐδ' ἀνάσχετον; vgl. Plut. Aemil. 21; Luc. Charidem. 16.
Greek (Liddell-Scott)
βιωτός: -όν, (βιόω) ὡς τὸ βιώσιμος, ὃν δύναταί τις νὰ ζήσῃ, ἄξιος ζωῆς, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, ἐμοίγ’ ὁ μέλλων βίος οὐ βιωτὸς Σοφ. Ο. Κ. 1692, Ἀριστοφ. Πλ. 197, Πλάτ. Ἀπολ. 38Α· οὐ βιωτὸν οὐδ’ ἀνασχετὸν Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 10· οὐκ ἦν μοι βιωτὸν τοῦτο ποιήσαντι Δημ. 554. 5· ― ἄνευ ἀρνήσ., μετ’ ἐκείνου ἄρα ἡμῖν βιωτόν, πρέπει νὰ ζήσωμεν, Πλάτ. Κρίτων. 47Ε· πρβλ. ἀβίωτος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
(vie) qu’il faut vivre ou qu’on peut vivre ; βίος οὐ βιωτός SOPH vie qu’on ne peut vivre, vie intolérable.
Étymologie: βιόω.
Spanish (DGE)
-όν
gener. c. neg.
1 de βίος digno de ser vivido ἔμοιγ' ὁ μέλλων βίος οὐ β. S.OC 1692, οὔ φησιν εἶν' αὑτῷ β. τὸν βίον Ar.Pl.197, ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ β. Pl.Ap.38a.
2 impers. βιωτόν (ἐστιν) merece la pena vivir οὐ βιωτόν ἐστιν οὐδ' ἀνασχετόν Antiph.188.10, οὐ γὰρ ἦν μοι δήπου βιωτὸν τοῦτο ποιήσαντι D.21.120, cf. 60.28, ἆρ' οὖν βιωτὸν ἡμῖν ἐστὶν μετὰ μοχθηροῦ ... σώματος; Pl.Cri.47e, cf. R.445a, Lg.874d.
Greek Monolingual
βιωτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αξίζει να τον ζει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω- (< gwiyō-) του αορ. εβίων (βλ. βιώ II) ή < βίος.
Greek Monotonic
βιωτός: -όν (βιόω), αυτός που βιώνεται, αυτός που είναι άξιος να γίνει βίωμα, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.