νηπύτιος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νηπύτιος]], -ία, -ον (Α)<br />(υποκορ. του [[νήπιος]])<br /><b>1.</b> μικρό [[παιδί]], [[παιδάκι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[νήπιο]], [[νηπιώδης]], [[παιδαριώδης]] («ού γὰρ φημ' έπέεσσί γε νηπυτίοισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. [[εκφραστικός]] τ. του [[νήπιος]] που μαρτυρείται πιθ. και στο μυκην. <i>naputijo</i>. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το -<i>ύτιος</i> [[είναι]] [[επίθημα]] που συνδέεται με το λιθουαν. υποκορ. [[επίθημα]] -<i>utis</i>]. | |mltxt=[[νηπύτιος]], -ία, -ον (Α)<br />(υποκορ. του [[νήπιος]])<br /><b>1.</b> μικρό [[παιδί]], [[παιδάκι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[νήπιο]], [[νηπιώδης]], [[παιδαριώδης]] («ού γὰρ φημ' έπέεσσί γε νηπυτίοισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. [[εκφραστικός]] τ. του [[νήπιος]] που μαρτυρείται πιθ. και στο μυκην. <i>naputijo</i>. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το -<i>ύτιος</i> [[είναι]] [[επίθημα]] που συνδέεται με το λιθουαν. υποκορ. [[επίθημα]] -<i>utis</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νηπύτιος:''' [ῠ], ὁ, ἡ, ([[νήπιος]])·<br /><b class="num">I.</b> Επικ. υποκορ. του [[νήπιος]], μικρό [[παιδί]], [[νήπιο]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που φέρεται σαν [[παιδί]], [[παιδιάστικος]], [[παιδαριώδης]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Ep. Dim. of νήπιος,
A little child, μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα νηπύτιοι ὥς Il.13.292; νηπύτιον ὥς 20.200; once in Ar., ν. γάρ ἐστ' ἔτι Nu.868. II as Adj., childish, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισιν Il.20.211; foolish, [βροτοί] Orph.L.6.
Greek (Liddell-Scott)
νηπύτιος: [ῠ], -α, -ον, Ἐπικ. ὑποκοριστ. τοῦ νήπιος (πρβλ. νηπίαχος), μικρὸν παιδίον, παιδάριον, μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα, νηπύτιοι ὣς Ἰλ. Ν. 292, Υ. 244· νηπύτιον ὣς Υ. 200, 431· ἅπαξ παρ’ Ἀριστοφ., ν. γάρ ἐστ’ ἔτι Νεφ. 868. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὅμοιος πρὸς παιδίον, παιδαριώδης, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισι Ἰλ. Υ. 211.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 petit enfant;
2 de petit enfant, enfantin, puéril.
Étymologie: νήπιος.
English (Autenrieth)
νήπιος. (Il.)
Greek Monolingual
νηπύτιος, -ία, -ον (Α)
(υποκορ. του νήπιος)
1. μικρό παιδί, παιδάκι
2. αυτός που μοιάζει με νήπιο, νηπιώδης, παιδαριώδης («ού γὰρ φημ' έπέεσσί γε νηπυτίοισιν», Ομ. Ιλ.)
3. (κατ' επέκτ.) ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. του νήπιος που μαρτυρείται πιθ. και στο μυκην. naputijo. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το -ύτιος είναι επίθημα που συνδέεται με το λιθουαν. υποκορ. επίθημα -utis].
Greek Monotonic
νηπύτιος: [ῠ], ὁ, ἡ, (νήπιος)·
I. Επικ. υποκορ. του νήπιος, μικρό παιδί, νήπιο, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
II. ως επίθ., αυτός που φέρεται σαν παιδί, παιδιάστικος, παιδαριώδης, σε Ομήρ. Ιλ.