ἀνθοκόμος: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀνθοκόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται με την [[ανθοκομία]], με την [[καλλιέργεια]] καλλωπιστικών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επίθ.</b><br /><b>1.</b> στολισμένος με [[άνθη]]<br /><b>2.</b> [[πολύχρωμος]], [[ποικιλόχρωμος]]. | |mltxt=ο (Α [[ἀνθοκόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται με την [[ανθοκομία]], με την [[καλλιέργεια]] καλλωπιστικών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επίθ.</b><br /><b>1.</b> στολισμένος με [[άνθη]]<br /><b>2.</b> [[πολύχρωμος]], [[ποικιλόχρωμος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνθοκόμος:''' -ον ([[κόμη]]), στολισμένος με λουλούδια, [[ποικιλόχρωμος]], [[ευανθής]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A decked with flowers, flowery, λειμῶνες ib. 10.6 (Satyr.). 2 parti-coloured, οἰωνοί Opp.C.2.190.
German (Pape)
[Seite 232] Blumen hegend, tragend, λειμῶνες Satyr. 6 (X, 6); doch άνθοκόμοις οἰωνοῖς, mit bunten Federn, Opp. Cyn. 2, 190, also von ἀνθόκομος (κόμη).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοκόμος: -ον, ὁ, ἀνθοφόρος, εὐανθής, λειμῶνες Ἀνθ. Π. 1. 6. 2) ὁ ποικιλόχρους ἢ ὁ ἔχων χρῶμα ἀνθηρόν, οἰωνοὶ Ὀππ. Κ. 2 190.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 couvert de fleurs;
2 aux couleurs variées.
Étymologie: ἄνθος, κόμη.
Spanish (DGE)
-ον
1 cubierto de flores λειμῶνες AP 10.6 (Satyr.), μάστιξ Nonn.D.17.20, χθών Apoll.Met.Ps.76.19, πρέμνος Chrys.M.61.763.
2 polícromo οἰωνοί Opp.C.2.190.
Greek Monolingual
ο (Α ἀνθοκόμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με την ανθοκομία, με την καλλιέργεια καλλωπιστικών φυτών
αρχ.
επίθ.
1. στολισμένος με άνθη
2. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος.
Greek Monotonic
ἀνθοκόμος: -ον (κόμη), στολισμένος με λουλούδια, ποικιλόχρωμος, ευανθής, σε Ανθ.