ὀρχίλος: Difference between revisions
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρχίλος]] και ὀρχιλος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀρχίλος]] παράγεται από το ρ. <i>ὀρχοῦμαι</i> «[[χορεύω]]» με την υποκορ. κατάλ. -[[ίλος]], που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών (<b>πρβλ.</b> <i>σποργ</i>-[[ίλος]], <i>τροχ</i>-[[ίλος]]). Το [[πτηνό]] αυτό ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της έντονης κινητικότητας και ζωηρότητάς του]. | |mltxt=[[ὀρχίλος]] και ὀρχιλος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀρχίλος]] παράγεται από το ρ. <i>ὀρχοῦμαι</i> «[[χορεύω]]» με την υποκορ. κατάλ. -[[ίλος]], που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών (<b>πρβλ.</b> <i>σποργ</i>-[[ίλος]], <i>τροχ</i>-[[ίλος]]). Το [[πτηνό]] αυτό ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της έντονης κινητικότητας και ζωηρότητάς του]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρχίλος:''' [ῐ], ὁ, το [[πτηνό]] [[βασιλίσκος]] ή [[τροχίλος]], που έχει χρυσό [[λοφίο]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, a bird, prob.
A wren (cf. τροχίλος), Ar.Av.568,V.1513, Arat.1025 ; a bird of ill omen at weddings, Euph.4; in Arist.HA609a12, Thphr.Sign.39,53, proparox. ὄρχιλος.
German (Pape)
[Seite 390] ὁ, ein Vogel, wahrscheinlich = τροχίλος, Zaunkönig; Ar. Vesp. 1513 Av. 568; Arat. 1025; bei Arist. H. A. 9, 1 ὄρχιλος accentuirt.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχίλος: [ῐ], ὁ, πτηνόν τι, πιθαν. τὸ μετὰ χρυσοῦ λόφου μικρὸν παρυδάτιον πτηνὸν (πρβλ. τροχίλος), ὡσαύτως βασιλίσκος, σαλπιγκτής, Ἀριστοφ. Ὄρν. 568, Σφ. 1513· πτηνόν τι δυσοίωνον ἐν γάμοις, Spohn de Extr. Od. Parte, σ. 123· - ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 14, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 3, 2., 4, 4, προπαροξυτ. ὄρχιλος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
roitelet, oiseau.
Étymologie: DELG ὀρχέομαι et suff. -ίλος comme dans τροχίλος, κορθίλος, σποργίλος.
Greek Monolingual
ὀρχίλος και ὀρχιλος, ὁ (Α)
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρχίλος παράγεται από το ρ. ὀρχοῦμαι «χορεύω» με την υποκορ. κατάλ. -ίλος, που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών (πρβλ. σποργ-ίλος, τροχ-ίλος). Το πτηνό αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της έντονης κινητικότητας και ζωηρότητάς του].
Greek Monotonic
ὀρχίλος: [ῐ], ὁ, το πτηνό βασιλίσκος ή τροχίλος, που έχει χρυσό λοφίο, σε Αριστοφ.