δίοιδα: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δίοιδα]] (AM) [[οίδα]]<br />[[γνωρίζω]] ακριβώς, [[ξέρω]] πολύ καλά.
|mltxt=[[δίοιδα]] (AM) [[οίδα]]<br />[[γνωρίζω]] ακριβώς, [[ξέρω]] πολύ καλά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίοιδα:''' παρακ., βλ. [[διεῖδον]].
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίοιδα Medium diacritics: δίοιδα Low diacritics: δίοιδα Capitals: ΔΙΟΙΔΑ
Transliteration A: díoida Transliteration B: dioida Transliteration C: dioida Beta Code: di/oida

English (LSJ)

   A v. διεῖδον.

German (Pape)

[Seite 632] (s. οἶδα), durch u. durch kennen, genau wissen; Soph. O. C. 296; Eur. Med. 518; Ar. Nubb. 168; Plat. Legg. I, 826 a; dah. = unterscheiden, τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν ἀνομοιότητα Plat. Phaedr. 262 a. – Vielleicht gehört hierher das Homerische διαείσεται Iliad. 8, 535, s. s. v. διαείδομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δίοιδα: γινώσκω ἀκριβῶς, Σοφ. Ο. Κ. 296, Εὐριπ. Μηδ. 518. Ἀριστοφ. Νεφ. 168, Πλάτ. Νόμ. 1, 626, Φαίδρ. 262.

French (Bailly abrégé)

v. *διείδω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [ép. pres. inf. διίδμεναι A.R.4.1360; fut. ind. διείσομαι Orib.8.36.4, Hsch.δ 1548]
1 distinguir, discernir τὰ ἕκαστα διίδμεναι εὐχετόωντο se jactaban de saber con detalle cada cosa A.R.l.c., ἀνδρῶν ... τὸν κακόν E.Med.518, cf. Ar.Ra.975, τὸ κῶλον ἐμπεπλῆσθαι διείσεται ἡ χείρ la mano notará que el colon está lleno Orib.l.c.
conocer a fondo, con detalle, investigar ὅστις δίοιδε τοὔντερον τῆς ἐμπίδος Ar.Nu.168, τὴν ὁμοιότητα ὄντων καὶ ἀνομοιότητα ἀκριβῶς διειδέναι Pl.Phdr.262a, πρὸς τὸ διειδέναι τὰ Κρητῶν νόμιμα Pl.Lg.626b.
2 decidir τοὺς δὲ τῆσδε γῆς ἄνακτας ἀρκεῖ ταῦτά μοι διειδέναι me basta que los soberanos de esta tierra decidan esto S.OC 295.

Greek Monolingual

δίοιδα (AM) οίδα
γνωρίζω ακριβώς, ξέρω πολύ καλά.

Greek Monotonic

δίοιδα: παρακ., βλ. διεῖδον.