βασκανία: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[βασκανία]]) [[βάσκανος]]<br />βλαπτική [[επίδραση]] που δέχονται πρόσωπα, ζώα ή αντικείμενα από εξωτερική [[ενέργεια]], η οποία προέρχεται από κάποιο [[πρόσωπο]] που πιστεύεται ότι έχει έμφυτη [[προδιάθεση]] γι' αυτό<br /><b>αρχ.</b><br />[[κακολογία]], [[φθόνος]]. | |mltxt=η (AM [[βασκανία]]) [[βάσκανος]]<br />βλαπτική [[επίδραση]] που δέχονται πρόσωπα, ζώα ή αντικείμενα από εξωτερική [[ενέργεια]], η οποία προέρχεται από κάποιο [[πρόσωπο]] που πιστεύεται ότι έχει έμφυτη [[προδιάθεση]] γι' αυτό<br /><b>αρχ.</b><br />[[κακολογία]], [[φθόνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βασκᾰνία:''' ἡ, επιζήμια [[επιρροή]], [[κακία]], «[[μάτιασμα]]», σε Πλάτ., Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A malign influence, witchery, Pl.Phd.95b; β. φαυλότητος ἀμαυροῖ τὸ καλόν LXX Wi.4.12; βασκανίας φάρμακον τὸ πήγανον Arist.Pr.926b20. 2 malignity, ἀγνωμοσύνη καὶ β. D.18.252; ὄχλος καὶ β. Id.19.24: pl., LXX4 Ma.2.15. 3 jealousy, ἤεισεν κρέσσονα βασκανίης Call.Epigr.23, cf. Ph.2.81, al.
German (Pape)
[Seite 438] 1) Verläumdung, Dem. 18, 252 u. Sp., z. B. βασκανίης κρέσσονα ᾔεισεν Callim. 62 (VII, 525). – 2) Beherung, Beschreien, Plat. Phaed. 95 b; Arist. Probl. 34, 20; übh. Neid, Pol. 4, 87; Rufin. 34 (v. 22).
Greek (Liddell-Scott)
βασκᾰνία: ἡ, κακολογία, φθόνος, Πλάτ. Φαίδ. 95Β, Δημ. 311.8· ὄχλος καὶ β. Δημ. 348.24
ΙΙ. μαγεία, «μάτιασμα», Καλλ. Ἐπ. 22· βασκανίας φάρμακον τὸ πήγανον Ἀριστ. Προβλ. 20.34.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
envie, jalousie ; esprit de dénigrement, méchanceté.
Étymologie: βάσκανος.
Greek Monolingual
η (AM βασκανία) βάσκανος
βλαπτική επίδραση που δέχονται πρόσωπα, ζώα ή αντικείμενα από εξωτερική ενέργεια, η οποία προέρχεται από κάποιο πρόσωπο που πιστεύεται ότι έχει έμφυτη προδιάθεση γι' αυτό
αρχ.
κακολογία, φθόνος.
Greek Monotonic
βασκᾰνία: ἡ, επιζήμια επιρροή, κακία, «μάτιασμα», σε Πλάτ., Δημ.