θεσμοφόρια: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεσμοφόρια]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> [[γιορτή]] τών παντρεμένων [[γυναικών]] της Αθήνας [[προς]] [[τιμή]] της <i>Θεσμοφόρου</i> Δήμητρος<br /><b>2.</b> [[τελετή]] στη Θήβα, στη [[Σπάρτη]], στην Έφεσσο κ.α.<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[θεσμοφόρια]] ἑστιᾱν τὰς γυναῑκας» — [[χορηγώ]], [[καταβάλλω]] τη [[δαπάνη]] για την [[εστίαση]] τών [[γυναικών]] [[κατά]] τα [[θεσμοφόρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. του [[θεσμοφόριον]] (<b>βλ. λ.</b> [[θεσμοφόριος]])]. | |mltxt=[[θεσμοφόρια]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> [[γιορτή]] τών παντρεμένων [[γυναικών]] της Αθήνας [[προς]] [[τιμή]] της <i>Θεσμοφόρου</i> Δήμητρος<br /><b>2.</b> [[τελετή]] στη Θήβα, στη [[Σπάρτη]], στην Έφεσσο κ.α.<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[θεσμοφόρια]] ἑστιᾱν τὰς γυναῑκας» — [[χορηγώ]], [[καταβάλλω]] τη [[δαπάνη]] για την [[εστίαση]] τών [[γυναικών]] [[κατά]] τα [[θεσμοφόρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. του [[θεσμοφόριον]] (<b>βλ. λ.</b> [[θεσμοφόριος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θεσμοφόρια:''' -ων, τά, τα Θερσοφόρια, αρχαία [[γιορτή]] που τελούνταν από τις Αθηναίες γυναίκες, προς [[τιμή]] της θεσμοφόρου Δήμητρας, σε Ηρόδ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ων, τά, women's festival at Athens and elsewhere, in honour of Demeter Θες μοφόρος (q.v.), Hdt.2.171, Ar.Av.1519, Th. 80, 182, al.; θ. ἑστιᾶν τὰς γυναῖκας to furnish the women's feast
A at the Th., Is.3.80; at Ephesus, Hdt.6.16.
German (Pape)
[Seite 1203] τά, die Thesmophorien, ein altes Fest, welches die Frauen in Athen der Demeter θεσμοφόρος zu Ehren vom elften Pyanepsion an drei Tage lang feierten, Her. 2, 171, der auch in Ephesus ein solches Fest erwähnt, 6, 16; Ar. Av. 1518 Th. 80 u. öfter. Vgl. Aug. Wellauer de Thesmophoriis, 1820.
Greek (Liddell-Scott)
θεσμοφόρια: -ων, τά, ἀρχαία ἑορτὴ τελουμένη ἐν Ἀθήναις ὑπὸ τῶν γυναικῶν εἰς τιμὴν τῆς Δήμητρος Θεσμοφόρου (ὅ ἴδε), καὶ διαρκοῦσα τρεῖς ἡμέρας ἀπὸ τῆς 11ης τοῦ Πυανεψιῶνος, Ἡρόδ. 2. 171, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1518, Θεσμ. 80, 182, κ. ἀλλ.· θ. ἑστιᾶν τὰς γυναῖκας, ὡς λειτουργία, χορηγῶ τὴν δαπάνην διὰ τὴν ἑστίασιν τῶν γυναικῶν κατὰ τὰ Θεσμ., Ἰσαῖ. 46. 11· - ὁμοία ἑορτὴ ἐν Ἐφέσῳ, Ἡρόδ. 6. 16· ἐν Θήβαις, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29, πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
Thesmophories, fêtes en l’honneur de Déméter.
Étymologie: θεσμοφόρος.
Greek Monolingual
θεσμοφόρια, τὰ (Α)
1. γιορτή τών παντρεμένων γυναικών της Αθήνας προς τιμή της Θεσμοφόρου Δήμητρος
2. τελετή στη Θήβα, στη Σπάρτη, στην Έφεσσο κ.α.
3. φρ. «θεσμοφόρια ἑστιᾱν τὰς γυναῑκας» — χορηγώ, καταβάλλω τη δαπάνη για την εστίαση τών γυναικών κατά τα θεσμοφόρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του θεσμοφόριον (βλ. λ. θεσμοφόριος)].
Greek Monotonic
θεσμοφόρια: -ων, τά, τα Θερσοφόρια, αρχαία γιορτή που τελούνταν από τις Αθηναίες γυναίκες, προς τιμή της θεσμοφόρου Δήμητρας, σε Ηρόδ., Αριστοφ.