Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραυνοβόλος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(20)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (ΑΜ [[κεραυνοβόλος]], -ον)<br />(νεοελλ,) <b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει σαν [[κεραυνός]], [[ξαφνικός]], [[αστραπιαίος]] (α. «[[κεραυνοβόλος]] [[έρωτας]]» β. «κεραυνοβόλα [[επίθεση]]»)<br /><b>2.</b> (για [[αρρώστια]]) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και [[γρήγορα]], [[θανατηφόρος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κεραυνοβόλο [[βλέμμα]]» — άγριο και πολύ αυστηρό [[βλέμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πῡρ τὸ κεραυνοβόλον» — ο [[κεραυνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεραυνοβόλως</i> και -<i>α</i><br />με κεραυνοβόλο τρόπο, ακαριαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δικτυ</i>-[[βόλος]], <i>δισκο</i>-[[βόλος]]. Η [[παροξυτονία]] δίνει στη λ. ενεργητική [[σημασία]]].
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (ΑΜ [[κεραυνοβόλος]], -ον)<br />(νεοελλ,) <b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει σαν [[κεραυνός]], [[ξαφνικός]], [[αστραπιαίος]] (α. «[[κεραυνοβόλος]] [[έρωτας]]» β. «κεραυνοβόλα [[επίθεση]]»)<br /><b>2.</b> (για [[αρρώστια]]) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και [[γρήγορα]], [[θανατηφόρος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κεραυνοβόλο [[βλέμμα]]» — άγριο και πολύ αυστηρό [[βλέμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πῡρ τὸ κεραυνοβόλον» — ο [[κεραυνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεραυνοβόλως</i> και -<i>α</i><br />με κεραυνοβόλο τρόπο, ακαριαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δικτυ</i>-[[βόλος]], <i>δισκο</i>-[[βόλος]]. Η [[παροξυτονία]] δίνει στη λ. ενεργητική [[σημασία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεραυνοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πλήττει με κεραυνό, που κάνει [[φασαρία]] ρίχνοντας κεραυνούς, σε Ανθ. ΙI. προπαροξ. <i>κεραυνό-βολος</i>, <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από κεραυνό, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1423] den Blitz schleudernd, Luc. Philopatr. 24; πῦρ, der Blitz, Mel. 13. 34 (XII, 63. 141); – κεραυνόβολος, vom Blitz getroffen, δένδρον D. Sic. 1, 13. 17, 75. So muß auch Eur. Bacch. 598 accentuirt werden, wenn es auf die Semele gehen soll, wie Herm. mit Elmsl. will.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοβόλος: -ον, ἐξακοντίζων τὸν κεραυνόν, Ζεὺς Συλλ. Ἐπιγρ. 1513. 2· πῦρ τὸ κ., τὸ πλῆττον ὡς κεραυνὸς πῦρ, Ἀνθ. Π. 12. 63. ΙΙ. προπαροξ., κεραυνοβόλος, ον, παθ., ὑπὸ κεραυνοῦ πληγείς, ἐπὶ τῆς Σεμέλης, Εὐρ. Βάκχ. 598, πρβλ. Διόδ. 1. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance ou accompagne la foudre.
Étymologie: κεραυνός, βάλλω.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (ΑΜ κεραυνοβόλος, -ον)
(νεοελλ,) μτφ.
1. αυτός που πέφτει σαν κεραυνός, ξαφνικός, αστραπιαίος (α. «κεραυνοβόλος έρωτας» β. «κεραυνοβόλα επίθεση»)
2. (για αρρώστια) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και γρήγορα, θανατηφόρος
3. φρ. «κεραυνοβόλο βλέμμα» — άγριο και πολύ αυστηρό βλέμμα
αρχ.
1. αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς
2. φρ. «πῡρ τὸ κεραυνοβόλον» — ο κεραυνός.
επίρρ...
κεραυνοβόλως και -α
με κεραυνοβόλο τρόπο, ακαριαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυ-βόλος, δισκο-βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημασία].

Greek Monotonic

κεραυνοβόλος: -ον (βάλλω),
I. αυτός που πλήττει με κεραυνό, που κάνει φασαρία ρίχνοντας κεραυνούς, σε Ανθ. ΙI. προπαροξ. κεραυνό-βολος, -ον, Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από κεραυνό, σε Ευρ.