ξέσμα: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ξέσμα]])<br />αυτό που αφαιρείται με [[απόξεση]], με [[ξύσιμο]], [[ξύσμα]], [[απόξεσμα]], [[περίτριμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του ξέω, αυτό που λειάνθηκε<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ξόανον]]»<br /><b>3.</b> [[αμυχή]], [[χαραγή]]<br /><b>4.</b> η [[λιθογλυφία]]<br /><b>5.</b> [[απόξεση]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[οργή]], [[ερεθισμός]]<br />β) [[πρόκληση]], προκλητική, ερεθιστική [[συμπεριφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξεσ</i>- του <i>ξέω</i>, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>ξεσ</i>-<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
|mltxt=το (Α [[ξέσμα]])<br />αυτό που αφαιρείται με [[απόξεση]], με [[ξύσιμο]], [[ξύσμα]], [[απόξεσμα]], [[περίτριμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του ξέω, αυτό που λειάνθηκε<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ξόανον]]»<br /><b>3.</b> [[αμυχή]], [[χαραγή]]<br /><b>4.</b> η [[λιθογλυφία]]<br /><b>5.</b> [[απόξεση]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[οργή]], [[ερεθισμός]]<br />β) [[πρόκληση]], προκλητική, ερεθιστική [[συμπεριφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξεσ</i>- του <i>ξέω</i>, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>ξεσ</i>-<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξέσμα:''' -ατος, τό ([[ξέω]]), = [[ξόανον]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξέσμα Medium diacritics: ξέσμα Low diacritics: ξέσμα Capitals: ΞΕΣΜΑ
Transliteration A: xésma Transliteration B: xesma Transliteration C: ksesma Beta Code: ce/sma

English (LSJ)

ατος, τό, (ξέω)

   A that which is smoothed or carved: hence, = ξόανον, AP9.328 (pl., Damostr.); v. l. for ξῦσμα in Dsc.2.134.    II abrasion, in pl., Jul. Caes.309c.    III pl., shavings, filings, M. Ant.8.50, S.E.P.1.129.

German (Pape)

[Seite 278] τό, das Abgeschabte, Abgelratzte; ξέσματα κέρατος, S. Emp. pyrrh. 1, 129; Damostrat. epigr. (IX, 328); Hesych. erkl. ξόανον.

Greek (Liddell-Scott)

ξέσμα: τό, (ξέω) τὸ ξεσθὲν ἢ λεανθέν· ἐντεῦθεν = ξόανον, Ἀνθ. Π. 9. 328. ΙΙ. ξύσμα, ἀπόξυσμα, τὰ ξέσματα τοῦ κέρατος τῆς αἰγὸς Σεξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129, Μ. Ἀντων. 8. 50.

Greek Monolingual

το (Α ξέσμα)
αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα
αρχ.
1. το αποτέλεσμα του ξέω, αυτό που λειάνθηκε
2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον»
3. αμυχή, χαραγή
4. η λιθογλυφία
5. απόξεση
6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός
β) πρόκληση, προκλητική, ερεθιστική συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- του ξέω, πρβλ. αόρ. -ξεσ-α + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

ξέσμα: -ατος, τό (ξέω), = ξόανον, σε Ανθ.