ἄρριχος: Difference between revisions
(6) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄρριχος]], η (Α)<br />[[κοφίνι]] από [[λυγαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για [[δάνειο]]. Ο τ. ανήκει στις λέξεις με [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σύρριχος</i> «[[καλάθι]]»). Ο αττ. τ. [[άρριχος]] σχηματίστηκε με [[αφομοίωση]] από τον ιων. τ. <i>άρσιχος</i>. Το [[θέμα]] <i>αρσι</i>-προήλθε πιθ. από <i>ŗso</i> / <i>ŗsi</i>- <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. [[ρίζα]] <i>ers</i>- / <i>res</i>- «[[στρέφω]], [[τυλίγω]], [[πλέκω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>rajjuh</i> «[[σχοινί]]», λατ. <i>restis</i> «[[σχοινί]]» <b>κ.ά.</b>) ή κατ' άλλους από το [[αίρω]] «[[υψώνω]]»]. | |mltxt=[[ἄρριχος]], η (Α)<br />[[κοφίνι]] από [[λυγαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για [[δάνειο]]. Ο τ. ανήκει στις λέξεις με [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σύρριχος</i> «[[καλάθι]]»). Ο αττ. τ. [[άρριχος]] σχηματίστηκε με [[αφομοίωση]] από τον ιων. τ. <i>άρσιχος</i>. Το [[θέμα]] <i>αρσι</i>-προήλθε πιθ. από <i>ŗso</i> / <i>ŗsi</i>- <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. [[ρίζα]] <i>ers</i>- / <i>res</i>- «[[στρέφω]], [[τυλίγω]], [[πλέκω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>rajjuh</i> «[[σχοινί]]», λατ. <i>restis</i> «[[σχοινί]]» <b>κ.ά.</b>) ή κατ' άλλους από το [[αίρω]] «[[υψώνω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄρρῐχος:''' ἡ και ὁ, [[καλάθι]] που είναι κατασκευασμένο από [[καλάμι]] ή [[λυγαριά]], σε Αριστοφ., Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A wicker basket, Ar.Av.1309, Thphr.CP1.7.2: masc. in AP7.410 (Diosc.):—also ἄρσῐχος, D.S.20.41, Marm.Par.55, IG12 (7).162.22,42 (Amorgos).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ, postér. ὁ)
corbeille, panier.
Étymologie: DELG pê emprunté.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Alolema(s): ἄρσιχος, ὁ IG 12(7).62.22 (Amorgos IV a.C.), Marm.Par.39, D.S.20.41; ἄρσικος, ὁ AB 446.30
• Morfología: [masc. AP 7.410 (Diosc.), EM 149.30]
canasta, canastillo τὰς ἀρρίχους καὶ τοὺς κοφίνους ἅπαντας ἐμπίμπλημι πτερῶν Ar.Au.1309, ἰσχάδων ἄρριχον Plu.2.527d, cf. IG l.c., Thphr.CP 1.7.2, Marm.Par.l.c., Philostr.VA 2.8, Com.Adesp.1342, D.C.65.18.2, AP l.c., D.S.l.c., Hsch., AB l.c., EM l.c.
• Etimología: Etim. dud. quizá prést.
Greek Monolingual
ἄρριχος, η (Α)
κοφίνι από λυγαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνειο. Ο τ. ανήκει στις λέξεις με επίθημα -χος (πρβλ. σύρριχος «καλάθι»). Ο αττ. τ. άρριχος σχηματίστηκε με αφομοίωση από τον ιων. τ. άρσιχος. Το θέμα αρσι-προήλθε πιθ. από ŗso / ŗsi- < ΙΕ. ρίζα ers- / res- «στρέφω, τυλίγω, πλέκω» (πρβλ. αρχ. ινδ. rajjuh «σχοινί», λατ. restis «σχοινί» κ.ά.) ή κατ' άλλους από το αίρω «υψώνω»].
Greek Monotonic
ἄρρῐχος: ἡ και ὁ, καλάθι που είναι κατασκευασμένο από καλάμι ή λυγαριά, σε Αριστοφ., Ανθ.