βαρύστονος: Difference between revisions
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρύστονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο κλαίμε [[πικρά]], [[αξιοθρήνητος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που αντηχεί [[βαριά]]<br /><b>3.</b> ο [[εγγαστρίμυθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[στόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[στένω]] «[[στενάζω]], [[βογγώ]]»]. | |mltxt=[[βαρύστονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο κλαίμε [[πικρά]], [[αξιοθρήνητος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που αντηχεί [[βαριά]]<br /><b>3.</b> ο [[εγγαστρίμυθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[στόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[στένω]] «[[στενάζω]], [[βογγώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰρύστονος:''' -ον ([[στένω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που στενάζει [[βαριά]], που αναστενάζει· με σκωπτική [[σημασία]], σε Δημ.· επίρρ. <i>-νως</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[πολυθρήνητος]], [[βαριά]] πενθούμενος, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A groaning heavily, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις . . ὑποκριταῖς nicknamed the bellowers, D.18.262, cf. Epicur.Fr.114,237; resounding, λίθος AP9.246 (Marc. Arg.). Adv. -νως A.Eu.794. II of things, heavily lamented, grievous, S.OT 1233, Orac. ap. Paus.10.9.11.
German (Pape)
[Seite 435] schwer seufzend, stöhnend, Soph. O. R. 1233 u. a. Sp.; ὑποκριταί Dem. 18, 262; λίθος M. Arg. 26 (IX, 246). – Adv. -στόνως, Aesch. Eum. 761.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύστονος: -ον, ὁ ἐκ βάθους ἤ βαρέως στενάζων, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις… ὑποκριταῖς, σκωπτικῶς τοῖς ἐκ βάθους στενάζουσι, Δημ. 314. 11, πρβλ. Ἐπίκουρ. ἐν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 4. ― Ἐπίρρ. –νως Αἰσχύλ. Εὐμ. 794. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, βαρέως θρηνούμενος, πενθούμενος, θλιβερός, Σοφ. Ο. Τ. 1233, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. intr. qui pousse des gémissements profonds litt. graves;
II. fig. qu’on pleure avec des gémissements profonds litt. graves.
Étymologie: βαρύς, στένω.
Spanish (DGE)
(βᾰρύστονος) -ον
I 1de pers. que lanza graves gemidos, gimoteante de actores trágicos, esp. de Esquines ὑποκριταί D.18.262, τοῖς βαρυστόνοις ὑποκριταῖς ... ὑπετραγῴδησεν Philostr.VS 507, cf. Plu.2.1086e.
2 de cosas o situaciones que provoca un grave lamento κήδεα Orác. en Paus.10.9.11, λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσθεν ᾔδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι S.OT 1233
•de profundo bramido λίθος AP 9.246 (Marc.Arg.).
3 de pers. desdichado Hsch.
II adv. -ως gravemente doloroso μὴ β. φέρειν A.Eu.794.
Greek Monolingual
βαρύστονος, -ον (Α)
1. αυτός για τον οποίο κλαίμε πικρά, αξιοθρήνητος
2. εκείνος που αντηχεί βαριά
3. ο εγγαστρίμυθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + στόνος < στένω «στενάζω, βογγώ»].
Greek Monotonic
βᾰρύστονος: -ον (στένω),
I. αυτός που στενάζει βαριά, που αναστενάζει· με σκωπτική σημασία, σε Δημ.· επίρρ. -νως, σε Αισχύλ.
II. λέγεται για πράγματα, πολυθρήνητος, βαριά πενθούμενος, σε Σοφ.