παραθαλάσσιος: Difference between revisions
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
(30) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[παραθαλάσσιος]], -ία, -ον και αττ. τ. παραθαλάττιος, -ία, -ον θηλ. και -ος, ΝΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στη [[θάλασσα]], [[παράκτιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[παρά]] τὴν θάλασσαν</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>]. | |mltxt=-α, -ο / [[παραθαλάσσιος]], -ία, -ον και αττ. τ. παραθαλάττιος, -ία, -ον θηλ. και -ος, ΝΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στη [[θάλασσα]], [[παράκτιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[παρά]] τὴν θάλασσαν</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραθᾰλάσσιος:''' Αττ. -ττιος, -α, -ον, αυτός που βρίσκεται δίπλα στη [[θάλασσα]], που είναι ξαπλωμένος στην [[ακτή]], [[θαλασσινός]], σε Ηρόδ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. παραθαλάττιος, α, ον (also ος, ον Th.4.56),
A beside the sea, τὰς πόλιας τὰς π. Hdt.7.109; τὰς π. κώμας Id.8.23; τὰ π. τῆς Ἑλλάδος Id.3.135; τὰ π. τῶν καρπῶν Id.4.199; ἡ π. (sc. γῆ) X.HG4.8.7.
German (Pape)
[Seite 478] ια, ιον, att. -ττιος, auch 2. Endungen, neben dem Meere, am Meere gelegen; Her. 4, 191. 5, 25 u. sonst; Thuc. 1, 5; τῆς παραθαλαττίας γῆς, Xen. Hell. 1, 1, 24, wie Sp., Pol. 1, 20, 6 u. öfter. – Auch ἡ παραθαλαττία allein, sc. γῆ, Xen. Hell. 4, 8, 7, wie τὰ παραθαλάττια, D. C. 41, 44.
Greek (Liddell-Scott)
παραθᾰλάσσιος: Ἀττ. -ττιος, α, ον, ὡσαύτως ος, ον, Θουκ. 4. 56: - ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν, ὁ κείμενος παρὰ τὴν ἀκτὴν τῆς θαλάσσης, τὰς πόλεις τὰς π. Ἡρόδ. 7. 109· τὰς π. κώμας ὁ αὐτ. 8. 23· τὰ π. τῆς Ἑλλάδος ὁ αὐτ. 3. 135, πρβλ. 4. 199· ἡ π. (ἐξυπακ. γῆ) Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 7.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui est sur le bord de la mer, maritime ; τὰ παραθαλάσσια HDT le littoral.
Étymologie: παρά, θάλασσα.
English (Slater)
παραθαλάσσιος
1 by the sea Εὐρυνόμα Χάριτ[ας] π[αραθαλα]σσίας ἔτικτεν (supp. Bergk, Snell: “Eurynome cum sit Oceani filia, in maris fundo Gratias partu edidit,” Bergk) ? fr. 333a. 11.
English (Strong)
from παρά and θάλασσα; along the sea, i.e. maritime (lacustrine): upon the sea coast.
English (Thayer)
παραθαλασσια, παραθαλασσιον (παρά and θάλασσα), beside the sea, by the sea: Sept.; Herodotus, Xenophon, Thucydides, Polybius, Diodorus, others.)
Greek Monolingual
-α, -ο / παραθαλάσσιος, -ία, -ον και αττ. τ. παραθαλάττιος, -ία, -ον θηλ. και -ος, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, παράκτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. παρά τὴν θάλασσαν + επίθημα -ιος].
Greek Monotonic
παραθᾰλάσσιος: Αττ. -ττιος, -α, -ον, αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, που είναι ξαπλωμένος στην ακτή, θαλασσινός, σε Ηρόδ., Ξεν.