Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυσίαμα: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[φυσιῶ]]<br />δυνατό [[φύσημα]], [[ρουθούνισμα]].
|mltxt=τὸ, Α [[φυσιῶ]]<br />δυνατό [[φύσημα]], [[ρουθούνισμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῡσίᾱμα:''' τό, δυνατό [[φύσημα]] αναπνοής, [[φύσημα]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσίᾱμα Medium diacritics: φυσίαμα Low diacritics: φυσίαμα Capitals: ΦΥΣΙΑΜΑ
Transliteration A: physíama Transliteration B: physiama Transliteration C: fysiama Beta Code: fusi/ama

English (LSJ)

[ῐ], ατος, τό,

   A breathing hard, blowing, ῥέγκουσι δ' οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν A.Eu.53.

German (Pape)

[Seite 1317] τό, das Blasen, Schnauben, Hauchen, Aesch. Eum. 53.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσίᾱμα: τό, φύσημα δυνατὸν τῆς ἀναπνοῆς, ῥέγκουσι δ’ οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 53.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bruit d’une respiration forte.
Étymologie: φυσιάω.

Greek Monolingual

τὸ, Α φυσιῶ
δυνατό φύσημα, ρουθούνισμα.

Greek Monotonic

φῡσίᾱμα: τό, δυνατό φύσημα αναπνοής, φύσημα, σε Αισχύλ.