εὐκαθαίρετος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκαθαίρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τείχος]]) αυτό που γκρεμίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («[[οὗτος]] οὐκ [[εὐκαθαίρετος]] ἔδοξεν [[εἶναι]] σφίσι», Δίων Κάσσ.)<br /><b>3.</b> αυτός που εξαντλείται εύκολα<br /><b>4.</b> [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καθαιρετός]] <span style="color: red;"><</span> [[καθαιρώ]]].
|mltxt=[[εὐκαθαίρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τείχος]]) αυτό που γκρεμίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («[[οὗτος]] οὐκ [[εὐκαθαίρετος]] ἔδοξεν [[εἶναι]] σφίσι», Δίων Κάσσ.)<br /><b>3.</b> αυτός που εξαντλείται εύκολα<br /><b>4.</b> [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καθαιρετός]] <span style="color: red;"><</span> [[καθαιρώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐκαθαίρετος:''' -ον, αυτός που κατακτιέται, νικιέται εύκολα, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκαθαίρετος Medium diacritics: εὐκαθαίρετος Low diacritics: ευκαθαίρετος Capitals: ΕΥΚΑΘΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: eukathaíretos Transliteration B: eukathairetos Transliteration C: efkathairetos Beta Code: eu)kaqai/retos

English (LSJ)

ον,

   A easy to conquer, Th.7.18 (Comp.); easily exhausted, δυνάμεις Herod.Med. ap. Orib.5.30.11; unstable, τύχη, πρᾶγμα, Vett.Val.175.30,212.21.

German (Pape)

[Seite 1073] leicht herunterzureißen, zu überwältigen, Thuc. 7, 18, im comparat.; auch Sp., wie D. C. 47, 37.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαθαίρετος: -ον, εὐκόλως καταβαλλόμενος, ἡττώμενος, Θουκ. 7. 18, Δίων Κ. 47. 37· ὁ εὐκόλως καταλυόμενος, Βασίλ. τ. 1. σ. 1036Β· ἐπὶ τείχους, τὸ εὐκόλως καταρριπτόμενον, Πολυδ. Α΄, 170.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à renverser, à conquérir;
Cp. εὐκαθαιρετώτερος.
Étymologie: εὖ, καθαιρέω.

Greek Monolingual

εὐκαθαίρετος, -ον (Α)
1. (για τείχος) αυτό που γκρεμίζεται εύκολα
2. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («οὗτος οὐκ εὐκαθαίρετος ἔδοξεν εἶναι σφίσι», Δίων Κάσσ.)
3. αυτός που εξαντλείται εύκολα
4. ασταθής, ευμετάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθαιρετός < καθαιρώ].

Greek Monotonic

εὐκαθαίρετος: -ον, αυτός που κατακτιέται, νικιέται εύκολα, σε Θουκ.