ζωπυρέω: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(eksahir)
(4)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[llenar con poder mágico]]
|esgtx=[[llenar con poder mágico]]
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζωπῠρέω:''' [[παράγω]] [[φλόγα]], [[ανάβω]]· μεταφ., ζωπῠρέω [[τάρβος]], σε Αισχύλ.· [[νείκη]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωπῠρέω Medium diacritics: ζωπυρέω Low diacritics: ζωπυρέω Capitals: ΖΩΠΥΡΕΩ
Transliteration A: zōpyréō Transliteration B: zōpyreō Transliteration C: zopyreo Beta Code: zwpure/w

English (LSJ)

(ζώπυρον)

   A kindle into flame, cause to blaze up, ζ. τοὺς ἄνθρακας Men.71; τὸ πνεῦμα ζ. Thphr.Ign.27:—in Pass., to be quickened by fire, of the foetus, Hp.Vict.1.9.    2 metaph., μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβος A.Th.290 (lyr.); ζωπυρουμένας φρενός Id.Ag.1034 (lyr.); τῆς φύσεως τὸ ζωπυροῦν Arist.PA670a25, cf. Plu.2.940c; ζ. τινά to provoke him, Ar.Lys.682 (lyr.); ζ. τρυφήν increase it, Plu.Lyc.9; in Magic, quicken, fill with power, PMag.Leid.V.10.7 (Pass.).    II intr., burst into flame, ἢν ἡ θέρμη ζωπυρῇ Aret.SD1.8.

German (Pape)

[Seite 1144] zunächst vom Feuer, es anfachen zu einem lebhaften Feuer, Suid.; ζωπύρει τοὺς ἄνθρακας Com. bei E. M. 413; Sp.; übertr., τὸ ζωπυροῦν τῆς φύσεως Arist. part. an. 3, 7. Gew. übertr. = anfachen, entflammen, γείτονες δὲ μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβος Aesch. Spt. 270; ζωπυρουμένας φρενός Ag. 1004; εἴ με ζωπυρήσεις, wenn du mich reizen wirst, Ar. Lys. 682; einzeln bei Sp.; τρυφήν, nähren, Plut. Lyc. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ζωπῠρέω: (ζώπυρον) παράγω φλόγα, ἀνάπτω, ζωπ. τοὺς ἄνθρακας Μένανδ. Ἀρρ. 7· τὸ πνεῦμα ζ. Θεόφρ. Πυρ. 27. 2) μεταφ., μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβος Αἰσχύλ. Θήβ. 289· ζωπυρούμενας φρενὸς ὁ αὐτ. Ἀγ. 1034· ζ. νείκη νέα Εὐρ. Ἠλ. 1121· τῆς φύσεως τὸ ζωπυροῦν Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 940C· ζ. τινα, ἐξερεθίζω, προκαλῶ τινα, Ἀριστοφ. Λυσ. 682· ζ. τρυφήν, ἐπαυξάνω, Πλούτ. Λυκούργ. 9. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐξάπτομαι εἰς φλόγα, ἢν ἡ θέρμη ζωπυρῇ Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8. - Πρβλ. Κόντον Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 22 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 ranimer le feu, rallumer ; fig. animer, rallumer (l’ardeur, une querelle, etc.);
2 p. ext. allumer, animer, exciter, acc..
Étymologie: ζώπυρον.

Spanish

llenar con poder mágico

Greek Monotonic

ζωπῠρέω: παράγω φλόγα, ανάβω· μεταφ., ζωπῠρέω τάρβος, σε Αισχύλ.· νείκη, σε Ευρ.