ὑλάω: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(Autenrieth) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[bark]], [[bay]], [[bark]] at, Od. 16.5. (Od.) | |auten=[[bark]], [[bay]], [[bark]] at, Od. 16.5. (Od.) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑλάω:''' [ῠ], μόνο σε ενεστ. και παρατ.,<br /><b class="num">I.</b> [[υλακτώ]], γαυγίζω, [[ουρλιάζω]], [[κραυγάζω]], λέγεται για σκύλους, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως σε Μέσ., <i>κύνες οὐχ ὑλάοντο</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., γαυγίζω ή [[ουρλιάζω]] [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινά</i>, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. (ηχομιμ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ],
A = ὑλακτέω, used only by Poets and only in pres. and impf., bark, bay, of dogs, κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσαίνουσι Od. 16.9; κύων . . ἄνδρ' ἀγνοιήσασ' ὑλάει 20.15; θεσπέσιον ὑλάοντες Theoc. 25.70:—Med., κύνες οὐχ ὑλάοντο Od.16.162. 2 metaph. of a man, howl, ἣ μάτην ὑλῶ (so Herm. for ὑλακτῶ); S.Fr.61 (lyr., dub.); of Cassandra, μάτην ὑλάουσα Tryph.421. II trans., bark or bay at, τινα Od.16.5 (so perh.20.15, v. supr.).
German (Pape)
[Seite 1176] (onomatop. heulen, ululare), nur im praes. u. imperf. gebräuchliche, poet. Stammform von ὑλακτέω, bellen; Od. 16, 9. 20, 15; auch med., ὑλάοντο, 16, 162; – τινά, anbellen, Od. 16, 5 u. sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 449, Theocr. 25, 70.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλάω: [ῠ], ῥιζικὸς τύπος τοῦ ὑλακτέω, ἐν χρήσει μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., ὑλακτῶ, «γαυγύζω», ἐπὶ κυνῶν, κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσαίνουσι Ὀδ. Π. 9· κύων... ἄνδρ’ ἀγνοιήσασ’ ὑλάει Υ. 15· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κύνες οὐχ ὑλάοντο Π. 162. 2) μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου, βοῶ, φωνάζω, ἢ μάτην ὑλῶ (οὕτως ὁ Ἕρμ. ἀντὶ ὑλακτῶ) Σοφ. Ἀποσπ. 58. ΙΙ. μεταβ., «γαυγύζω» ἐναντίον τινός, τινα Ὀδ. Π. 5, Θεόκρ. 25, 70. (Κατ’ ὀνοματοπ., πρβλ. Λατ. ululo, Ἀγγλ. howl, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf. épq. sans contr.
1 intr. aboyer;
2 tr. aboyer après, poursuivre de ses aboiements, acc.;
Moy. ὑλάομαι-ῶμαι aboyer.
Étymologie: onomatopée, cf. lat. ululo.
English (Autenrieth)
bark, bay, bark at, Od. 16.5. (Od.)
Greek Monotonic
ὑλάω: [ῠ], μόνο σε ενεστ. και παρατ.,
I. υλακτώ, γαυγίζω, ουρλιάζω, κραυγάζω, λέγεται για σκύλους, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως σε Μέσ., κύνες οὐχ ὑλάοντο, στο ίδ.
II. μτβ., γαυγίζω ή ουρλιάζω εναντίον κάποιου, τινά, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. (ηχομιμ.).