εὐεπίθετος: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐεπίθετος]], -ον (Α)<br />αυτός [[εναντίον]] του οποίου μπορεί [[κάποιος]] να επιτεθεί με [[ευκολία]], ο [[ευπρόσβλητος]] («[[εὐεπίθετος]] ἡμῑν εἴη», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επί</i>-<i>θετος</i> (<i>επι</i>-[[τίθημι]])].
|mltxt=[[εὐεπίθετος]], -ον (Α)<br />αυτός [[εναντίον]] του οποίου μπορεί [[κάποιος]] να επιτεθεί με [[ευκολία]], ο [[ευπρόσβλητος]] («[[εὐεπίθετος]] ἡμῑν εἴη», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επί</i>-<i>θετος</i> (<i>επι</i>-[[τίθημι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐεπίθετος:''' -ον, [[ευπρόσβλητος]], [[ευάλωτος]] στις επιθέσεις, σε Θουκ.· <i>εὐεπίθετον τοῖςπολεμίοις</i>, ευπρόσβλητο στους εχθρούς, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπίθετος Medium diacritics: εὐεπίθετος Low diacritics: ευεπίθετος Capitals: ΕΥΕΠΙΘΕΤΟΣ
Transliteration A: euepíthetos Transliteration B: euepithetos Transliteration C: evepithetos Beta Code: eu)epi/qetos

English (LSJ)

ον,

   A easy to set upon or attack, τινι Th.6.34, D.C.50.32 (Comp.); τόποι Plb.4.19.12; εὐεπίθετον ἦν . . τοῖς πολεμίοις was easy for them to make an attack, X.An.3.4.20 (but εὐ. τοῖς ἐχθροῖς exposed to assault by... Antip.Stoic.3.255); εὐ. ὁ μεθύων Arist.Pol.1314b34; εὐ. τοῖς . . ἀμφισβητητικοῖς Pl.Plt.306a. Adv. εὐεπιθέτως, ἔχειν to be exposed, Aen.Tact.23.4.

German (Pape)

[Seite 1065] leicht anzugreifen, εὐεπίθετον ἦν ἐνταῦθα τοῖς πολεμίοις Xen. An. 3, 4, 20, wie εὐεπίθετος ἡμῖν εἴη, für uns leicht anzugreifen, Thuc. 6, 34; μάλ' εὐεπ. πρὸς τὰς τῶν πολλῶν δόξας Plat. Polit. 306 a; Sp., wie τόποι Pol. 4, 19, 12; auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίθετος: -ον, εὐπρόσβλητος, καθ’ οὗ ἐυκόλως δύναταί τις νὰ ἐπιτεθῇ, εὐεπίθετος ἡμῖν εἴη Θουκ. 6. 34· εὐεπίθετον ἦν ἐνταῦθα τοῖς πολεμίοις, καὶ τότε (τὸ στράτευμα) ἐγένετο εὐπρόσβλητον εἰς τοὺς πολεμίους, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 20· εὐ. ὁ μεθύων Ἀριστ. Πολιτικ. 306Α: - Ἐπίρρ., εὐεπιθέτως ἔχειν Αἰνείας Τακτ. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à envahir, à attaquer.
Étymologie: εὖ, ἐπιτίθημι.

Greek Monolingual

εὐεπίθετος, -ον (Α)
αυτός εναντίον του οποίου μπορεί κάποιος να επιτεθεί με ευκολία, ο ευπρόσβλητοςεὐεπίθετος ἡμῑν εἴη», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-θετος (επι-τίθημι)].

Greek Monotonic

εὐεπίθετος: -ον, ευπρόσβλητος, ευάλωτος στις επιθέσεις, σε Θουκ.· εὐεπίθετον τοῖςπολεμίοις, ευπρόσβλητο στους εχθρούς, σε Ξεν.