τῆθος: Difference between revisions
(41) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[μαλάκιο]] [[τηθύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο στον τ. πληθ. <i>τήθεα</i>, ο [[οποίος]] αντιστοιχεί σε εν. [[τῆθος]] και [[τήθεον]]. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η [[άποψη]] ότι οι τ. <i>τήθεα</i> και [[τήθεον]] έχουν σχηματιστεί με υστερογενή [[εξέλιξη]] από τον τ. [[τήθυον]], ο [[οποίος]], [[κατά]] την [[άποψη]] αυτή, έχει προέλθει από τ. <i>θή</i>-<i>θυον</i> (με [[ανομοίωση]] του πρώτου δασέος συμφώνου), σύνθ. από τους τ. [[θῆσαι]] «[[θηλάζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[θύον]] (<b>πρβλ.</b> [[θύλακος]], <b>βλ.</b> και [[γήθυον]] / [[γηθυλλίς]]). Ωστόσο, η [[άποψη]] αυτή προσκρούει στην [[αρχαιότητα]] του ομηρ. τ. <i>τήθεα</i>, ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[αρχικός]]. Από την [[οικογένεια]] αυτή, [[τέλος]], έχει προέλθει πιθ. ως [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] η ονομ. της θεότητας [[Τηθύς]]. | |mltxt=τὸ, Α<br />το [[μαλάκιο]] [[τηθύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο στον τ. πληθ. <i>τήθεα</i>, ο [[οποίος]] αντιστοιχεί σε εν. [[τῆθος]] και [[τήθεον]]. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η [[άποψη]] ότι οι τ. <i>τήθεα</i> και [[τήθεον]] έχουν σχηματιστεί με υστερογενή [[εξέλιξη]] από τον τ. [[τήθυον]], ο [[οποίος]], [[κατά]] την [[άποψη]] αυτή, έχει προέλθει από τ. <i>θή</i>-<i>θυον</i> (με [[ανομοίωση]] του πρώτου δασέος συμφώνου), σύνθ. από τους τ. [[θῆσαι]] «[[θηλάζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[θύον]] (<b>πρβλ.</b> [[θύλακος]], <b>βλ.</b> και [[γήθυον]] / [[γηθυλλίς]]). Ωστόσο, η [[άποψη]] αυτή προσκρούει στην [[αρχαιότητα]] του ομηρ. τ. <i>τήθεα</i>, ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[αρχικός]]. Από την [[οικογένεια]] αυτή, [[τέλος]], έχει προέλθει πιθ. ως [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] η ονομ. της θεότητας [[Τηθύς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τῆθος:''' -εος, τό, [[στρείδι]], <i>τήθεα διφῶν</i>, καταδύομαι για στρείδια, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
εος, τό,
A = τήθυον; sg. τῆθος is used by Ath. in citing Arist. Fr.304; pl. τήθη Nic.Al.396, Poll.6.47: for τήθεα v. τήθυον. (τῆθος was perh. a back-formation (originally Ion.) from τήθεα, τηθέων, which were forms of τήθυον, q.v.)
German (Pape)
[Seite 1105] εος, τό, die Auster; τήθεα διφῶν, Il. 16, 147; vgl. Ath. III, 88.
Greek (Liddell-Scott)
τῆθος: -εος, τό, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., τήθεα διφῶν, ἐρευνῶν, ζητῶν τήθεα, Ἰλ. Π. 747, - ἔνθα κοινῶς ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ὄστρεα, πρβλ. τήθυον, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 152.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
huître.
Étymologie: DELG pas d’étym.
English (Autenrieth)
εος: oyster, pl. Il. 16.747†.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το μαλάκιο τηθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο στον τ. πληθ. τήθεα, ο οποίος αντιστοιχεί σε εν. τῆθος και τήθεον. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η άποψη ότι οι τ. τήθεα και τήθεον έχουν σχηματιστεί με υστερογενή εξέλιξη από τον τ. τήθυον, ο οποίος, κατά την άποψη αυτή, έχει προέλθει από τ. θή-θυον (με ανομοίωση του πρώτου δασέος συμφώνου), σύνθ. από τους τ. θῆσαι «θηλάζω» + θύον (πρβλ. θύλακος, βλ. και γήθυον / γηθυλλίς). Ωστόσο, η άποψη αυτή προσκρούει στην αρχαιότητα του ομηρ. τ. τήθεα, ο οποίος πρέπει να θεωρηθεί αρχικός. Από την οικογένεια αυτή, τέλος, έχει προέλθει πιθ. ως υποχωρητικός σχηματισμός η ονομ. της θεότητας Τηθύς.
Greek Monotonic
τῆθος: -εος, τό, στρείδι, τήθεα διφῶν, καταδύομαι για στρείδια, σε Ομήρ. Ιλ.