ἀποικισμός: Difference between revisions
Χρυσὸς δ' ἀνοίγει πάντα κἂν ᾍδου (κἀίδου) (καὶ χαλκᾶς) πύλας → Aurum omnia aperit, inferûm portas quoque → Gold öffnet jedes Tor sogar der Unterwelt | Gold öffnet alles, jedes Tor sogar aus Erz
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀποικισμός]])<br />[[ίδρυση]] αποικίας<br /><b>αρχ.</b><br />η [[μετοικεσία]] (ΠΔ). | |mltxt=ο (Α [[ἀποικισμός]])<br />[[ίδρυση]] αποικίας<br /><b>αρχ.</b><br />η [[μετοικεσία]] (ΠΔ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποικισμός:''' ὁ, [[εγκατάσταση]] αποίκων σ' έναν [[τόπο]], η [[δημιουργία]] αποικίας, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A settlement of a colony, ἀ. εἰς Ἐλέαν, title of work by Xenoph., D.L.9.20; μετὰ τὸν ἀ. Arist.Pol.1304b32. II = ἀποικεσία, LXX Je.26(46).19, al.
German (Pape)
[Seite 304] ὁ, dasselbe; das Auswandern; die Kolonie; Arist. pol. 5, 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποικισμός: ὁ, ἡ ἵδρυσις ἀποικίας, μετὰ τὸν ἀπ. Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 3. ΙΙ. = ἀποικεσία, Ἑβδ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ἀποίκισις.
Étymologie: ἀποικίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 establecimiento de una coloniaεἰς Ἐλέαν ... ἀ. D.L.9.20 (= Xenoph.A 1 tít.), μετὰ τὸν ἀ. Arist.Pol.1304b32.
2 destierro σκεύη ἀποικισμοῦ ποίησον σεαυτῇ LXX Ie.26.19.
Greek Monolingual
ο (Α ἀποικισμός)
ίδρυση αποικίας
αρχ.
η μετοικεσία (ΠΔ).
Greek Monotonic
ἀποικισμός: ὁ, εγκατάσταση αποίκων σ' έναν τόπο, η δημιουργία αποικίας, σε Αριστ.