ἀποτυμπανίζω: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποτυμπανίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θανατώνω]] με αποτυμπανισμό<br /><b>2.</b> [[εξολοθρεύω]], [[εξοντώνω]]. | |mltxt=[[ἀποτυμπανίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θανατώνω]] με αποτυμπανισμό<br /><b>2.</b> [[εξολοθρεύω]], [[εξοντώνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποτυμπᾰνίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>, [[ξυλοκοπώ]], [[σκοτώνω]] στο [[ξύλο]], κάνω κάποιον «[[τούμπανο]]» στο [[ξύλο]], [[υποβάλλω]] κάποιον στο [[βασανιστήριο]] της [[φάλαγγας]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
(later ἀποτύμπᾰν-τυπ- UPZ119 (ii B.C.), POxy.1798.1.7),
A crucify on a plank, D.8.61,9.61:—Pass., Lys.13.56, D.19.137, Arist. Rh. 1383a5, Beros. ap. J.Ap.1.20. 2 generally, destroy, Plu.2.1049d.
German (Pape)
[Seite 333] abpauken, abprügeln, Dem. 9, 61 u. Sp.; bes. tödten, hinrichten, Lys. 13, 56; köpfen, Posidon. bei Ath. IV, 154.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτῠμπανίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ξυλοκοπῶ, «σκοτώνω ᾿ς τὸ ξύλον», «τουμπανίζω», πρβλ. τὸ Ρωμαϊκὸν fustuarium, Δημ. 104. 25., 126. 17: - Παθ., Λυσ. 135. 9, Δημ. 383. 16, Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 14: - Οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἰω. Χρυσ. ὅστις ἐρμηνεύει αὐτὸ ἐσφαλμένως ἀποκεφάλισις.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποτυμπανίσω, att. ἀποτυμπανιῶ;
rouer de coups de bâton.
Étymologie: ἀπό, τυμπανίζω.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἀποτυπ- gener. en pap.
1 matar o ejecutar a palos (prob. acompañándolo c. otras acciones infamantes), a asesinos, Lys.13.56, Vit.Fr.Pap. en POxy.1798.1.7, traidores, D.8.61, 9.61, de mártires, Eus.HE 5.1.47, τοὺς μὲν ... ἀπετυμπάνισαν, τοὺς δὲ ἀνεσκολόπισαν Thdt.Affect.9.16, cf. Cels.8.54c, a perros rabiosos, Nil.M.79.157A, Chrys.M.57.442
•en v. pas., Lys.13.65, οἱ ἀποτυμπανιζόμενοι los ejecutados a palos Arist.Rh.1383a5, cf. D.19.137, Plu.Dio 28, Ephr.Syr.1.218B, ὑπὸ τῶν φίλων ἀπετυμπανίσθη Beros.9a
•azotar, apalear sin llegar a la muerte λέγ[ω] ν ἀποτυπανιεῖν αὐτοὺς καὶ ἐμὲ καὶ ἐγβαλεῖν ἐκ τῆς κώμης PEnteux.86.6 (III a.C.), cf. en v. pas. UPZ 119.37 (II a.C.), Plu.Sull.6, en la escuela μειράκια ἀποτυμπανίζειν Them.Or.21.251b, a Cristo antes de la crucifixión ἄνθρωπον ἀτιμότατα ἀπαχθέντα καὶ ἀποτυμπανισθέντα Cels.Phil.2.31a.
2 en gener. ejecutar, destruir ὁ δὲ Ζεὺς ... φύσας αὐτὸς καὶ αὐξήσας ἀποτυμπανίζει pero Zeus habiendo creado el mismo (al hombre) y hecho progresar (lo) destruye Plu.2.1049d, cf. 2.968e, en v. pas. αἰσχίστοις βασάνοις LXX 3Ma.3.27
•esp. ref. a la decapitación Ἰάκοβον Ἡρώδης ἀπετυμπάνισε Thdt.Qu.in De.42, en v. pas., de los romanos que se ofrecían a ello por cinco minas, Euph.44.5.
Greek Monolingual
ἀποτυμπανίζω (Α)
1. θανατώνω με αποτυμπανισμό
2. εξολοθρεύω, εξοντώνω.
Greek Monotonic
ἀποτυμπᾰνίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ, ξυλοκοπώ, σκοτώνω στο ξύλο, κάνω κάποιον «τούμπανο» στο ξύλο, υποβάλλω κάποιον στο βασανιστήριο της φάλαγγας, σε Δημ.