ἄρδις: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄρδις]] (-εως), η (Α)<br /><b>1.</b> η [[μύτη]], η [[αιχμή]] βέλους<br /><b>2.</b> το [[κεντρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τεχνικό όρο αβέβαιης ετυμολογίας. Συνδέεται με τα (αρχ. ιρλ.) <i>aird</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ardi</i> -) «[[άκρη]], [[μύτη]], [[αιχμή]]», «[[σημείο]]», «[[κατεύθυνση]], [[τάση]]», <b>(γερμ.)</b> <i>erta</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>artjan</i>) (μσν. ινδ.) <i>ali</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>adi</i>, IE <i>rdi</i> -) «[[αράχνη]]» ή «[[σκορπιός]]»]. | |mltxt=[[ἄρδις]] (-εως), η (Α)<br /><b>1.</b> η [[μύτη]], η [[αιχμή]] βέλους<br /><b>2.</b> το [[κεντρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τεχνικό όρο αβέβαιης ετυμολογίας. Συνδέεται με τα (αρχ. ιρλ.) <i>aird</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ardi</i> -) «[[άκρη]], [[μύτη]], [[αιχμή]]», «[[σημείο]]», «[[κατεύθυνση]], [[τάση]]», <b>(γερμ.)</b> <i>erta</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>artjan</i>) (μσν. ινδ.) <i>ali</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>adi</i>, IE <i>rdi</i> -) «[[αράχνη]]» ή «[[σκορπιός]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄρδις:''' ἡ, αιτ. <i>ἄρδιν</i>, Ιων. πληθ. [[ἄρδις]] [ῑ], γεν. <i>ἀρδέων</i>· [[αιχμή]] βέλους, σε Ηρόδ., Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A point of an arrow, acc. ἄρδιν Hdt.4.81; acc. pl. ἄρδις (Ion.) 1.215; gen. ἀρδίων 4.81:—on A.Pr.880 v. ἄπυρος. II arrow, Lyc.63.
German (Pape)
[Seite 348] εως, ἡ, Pfeilspitze, Stachel, Aesch. Prom. 881; Her. 1, 215. 4, 81 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acc. pl. ion. ἄρδις;
1 pointe de javelot, dard;
2 aiguille.
Étymologie: DELG pas d’étym. claire.
Spanish (DGE)
-ιος, ἡ
• Morfología: [jón. ac. plu. ἄρδις Hdt.1.215]
1 punta οἴστρου δ' ἄ. ... ἄπυρος el dardo no forjado del tábano A.Pr.879
•gener. punta de flecha Hdt.1.215, 4.81, Call.Fr.70.
2 por extensión, en plu. flechas, dardos Lyc.63, AP 15.26.18 (Dosiad.), tb. en sg. Lyc.914.
• Etimología: Dud. de *ardi-, cf. airl. aird ‘punto’, ‘dirección’, germ. erta de *artjan, ai. ardayati ‘dañar’.
Greek Monolingual
ἄρδις (-εως), η (Α)
1. η μύτη, η αιχμή βέλους
2. το κεντρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο αβέβαιης ετυμολογίας. Συνδέεται με τα (αρχ. ιρλ.) aird (< ardi -) «άκρη, μύτη, αιχμή», «σημείο», «κατεύθυνση, τάση», (γερμ.) erta (< artjan) (μσν. ινδ.) ali (< adi, IE rdi -) «αράχνη» ή «σκορπιός»].
Greek Monotonic
ἄρδις: ἡ, αιτ. ἄρδιν, Ιων. πληθ. ἄρδις [ῑ], γεν. ἀρδέων· αιχμή βέλους, σε Ηρόδ., Αισχύλ.