ἁρπακτός: Difference between revisions
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αρπαχτός]]. | |mltxt=-ή, -όν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αρπαχτός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁρπακτός:''' -ή, -όν ([[ἁρπάζω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που αποκτήθηκε με [[αρπαγή]], [[κλοπιμαίος]], [[κλεμμένος]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> παρακινδυνευμένος, δηλ. ο συλληφθείς κατά [[τύχη]], [[επισφαλής]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A gotten by rapine, stolen, Hes.Op.320. 2 to be caught, i. e. to be got by chance, hazardous, ib.684.
German (Pape)
[Seite 358] geraubt, Hes. O. 686 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπακτός: -ή, -όν, ὁ δι’ ἁρπαγῆς εἰλημμένος, κλοπιμαῖος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 318. 2) παρακεκινδυνευμένος, ἁρπακτός, χαλεπῶς κε φύγοις κακόν αὐτόθι 682 (684).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que es fruto del robo χρήματα δ' οὐχ ἁρπακτά Hes.Op.320
•que es fruto del rapto ref. a Helena ἁρπακτοῖσιν ὑποδμηθεῖσ' ὑμεναίοις Nic.Fr.108.
2 arriesgado, aventurado πλόος Hes.Op.684.
Greek Monolingual
-ή, -όν (Α)
βλ. αρπαχτός.
Greek Monotonic
ἁρπακτός: -ή, -όν (ἁρπάζω)·
1. αυτός που αποκτήθηκε με αρπαγή, κλοπιμαίος, κλεμμένος, σε Ησίοδ.
2. παρακινδυνευμένος, δηλ. ο συλληφθείς κατά τύχη, επισφαλής, στον ίδ.