ἆτος: Difference between revisions
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br />([[ατός]] μου, ατή μου, [[ατός]] σου, ατό του...) αυτός ο [[ίδιος]], [[μόνος]] του («[[ατός]] μου το [[θαμάζω]]», «ήρθε [[ατός]] του ο [[βασιλιάς]]», «ατή της εγκρεμίστηκε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ατός]] ανάγεται στην αυτοπαθή [[αντωνυμία]] <i>εᾱτού</i> [[αντί]] <i>εᾱυτού</i>. Η γεν. [[εαυτού]] [[καθώς]] και η δοτ. <i>εαυτῴ</i> [[επειδή]] προήλθαν από <i>εού [[αυτού]] και <i>εοί αυτῴ</i> αντιστοίχως, είχαν το -<i>α</i>- μακρό, [[πράγμα]] που συνετέλεσε στην [[αποβολή]] του υποτακτικού φωνήεντος -<i>υ</i>- και στη [[δημιουργία]] των τ. <i>εᾱτού</i> και <i>εᾱτώ</i>. Στη [[συνέχεια]] έγινε και αιτ. <i>εατόν</i> [[αντί]] <i>εαυτόν</i> και αργότερα <i>ατόν</i> [[αντί]] <i>εατόν</i>, από την οποία προήλθε η ονομαστική [[ατός]]]. | |mltxt=-ή, -ό<br />([[ατός]] μου, ατή μου, [[ατός]] σου, ατό του...) αυτός ο [[ίδιος]], [[μόνος]] του («[[ατός]] μου το [[θαμάζω]]», «ήρθε [[ατός]] του ο [[βασιλιάς]]», «ατή της εγκρεμίστηκε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ατός]] ανάγεται στην αυτοπαθή [[αντωνυμία]] <i>εᾱτού</i> [[αντί]] <i>εᾱυτού</i>. Η γεν. [[εαυτού]] [[καθώς]] και η δοτ. <i>εαυτῴ</i> [[επειδή]] προήλθαν από <i>εού [[αυτού]] και <i>εοί αυτῴ</i> αντιστοίχως, είχαν το -<i>α</i>- μακρό, [[πράγμα]] που συνετέλεσε στην [[αποβολή]] του υποτακτικού φωνήεντος -<i>υ</i>- και στη [[δημιουργία]] των τ. <i>εᾱτού</i> και <i>εᾱτώ</i>. Στη [[συνέχεια]] έγινε και αιτ. <i>εατόν</i> [[αντί]] <i>εαυτόν</i> και αργότερα <i>ατόν</i> [[αντί]] <i>εατόν</i>, από την οποία προήλθε η ονομαστική [[ατός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἆτος:''' -ον, συνηρ. αντί [[ἄατος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, contr. for ἄατος.
German (Pape)
[Seite 388] zsgzgn aus ἄατος, unersättlich, πολέμοιο, μάχης, Il. 5, 388. 22, 218.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: contr. de ἄατος.
English (Autenrieth)
(for ἄ-ᾶτος, ἄω): insatiable.
Spanish (DGE)
v. 1 ἄατος.
Greek Monolingual
-ή, -ό
(ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ. εαυτῴ επειδή προήλθαν από εού αυτού και εοί αυτῴ αντιστοίχως, είχαν το -α- μακρό, πράγμα που συνετέλεσε στην αποβολή του υποτακτικού φωνήεντος -υ- και στη δημιουργία των τ. εᾱτού και εᾱτώ. Στη συνέχεια έγινε και αιτ. εατόν αντί εαυτόν και αργότερα ατόν αντί εατόν, από την οποία προήλθε η ονομαστική ατός].
Greek Monotonic
ἆτος: -ον, συνηρ. αντί ἄατος.