βουπλήξ: Difference between revisions
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βουπλήξ]] (-ῆγος), ο (Α)<br /><b>1.</b> η [[βουκέντρα]]<br /><b>2.</b> [[πελέκι]] για τη [[σφαγή]] βοδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]], [[πλήττω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αλιπλήξ]], [[αμφιπλήξ]], [[κυματοπλήξ]], [[παραπλήξ]] <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[βουπλήξ]] (-ῆγος), ο (Α)<br /><b>1.</b> η [[βουκέντρα]]<br /><b>2.</b> [[πελέκι]] για τη [[σφαγή]] βοδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]], [[πλήττω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αλιπλήξ]], [[αμφιπλήξ]], [[κυματοπλήξ]], [[παραπλήξ]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βουπλήξ:''' -ῆγος, ὁ ([[πλήσσω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κεντρί]] του βοδιού, βούκεντρο, Λατ. [[stimulus]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τσεκούρι]] προς [[σφαγή]] των βοδιών, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆγος, ὁ (also ἡ, Ps.-Luc.Philopatr.4, EM371.40),
A ox-goad, θεινόμεναι βουπλῆγι (gender undetermined) Il. 6.135. 2 axe for felling an ox, AP9.352 (Leon.), Timo4.1, Q.S.1.159.
German (Pape)
[Seite 459] ῆγος, Rinder schlagend; als subst., ἡ, der Stachelstab, zum Antreiben der Rinder, Hom. einmal, Iliad. 6, 135 Διωνύσοιο τιθήνας σεῦε κατ' ἠγάθεον Νυσήιον· αἱ δ' ἅμα πᾶσαι θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν, ὑπ' ἀνδροφόνοιο Λυκούργου θεινόμεναι βουπλῆγι, vgl. über den Accent Scholl. Herodian. – Luc. Philop. 4; ὁ, Tim. Phlias. Ath. X, 445 e; sp. D. Nach Einigen = Beil zum Tödten von Rindern, Apoll. Lex. Homer. p. 52, 7 βουπλῆγι πελέκει· οἱ δὲ τῇ μάστιγι, vgl. Scholl. Iliad. 6, 135; so braucht es für »Opferbeil« Leon. Al. 9 (IX, 352); dah. Streitaxt, ἀμφίτυπος, βαθύστομος, Qu. Sm. 1, 158. 337.
Greek (Liddell-Scott)
βουπλήξ: ῆγος, ὁ, (καὶ ἡ, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπάτρ. 4, Ἐτυμ. Μ. 371) κέντρον βοός, βούκεντρον, Λατ. stimulus, θεινόμεναι βουπλῆγι (τὸ γένος ἀόριστον) Ἰλ. Ζ. 135. 2) πέλεκυς πρὸς σφαγὴν βοός, Ἀνθ. Π. 9. 352, Τίμων παρ’ Ἀθην. 445Ε, Κόϊντ. Σμ. 1. 159.
French (Bailly abrégé)
ῆγος (ὁ et ἡ)
aiguillon, bâton ou fouet de bouvier.
Étymologie: βοῦς, πλήσσω.
English (Autenrieth)
ῆγος (πλήσσω): ox-goad, Il. 6.135†.
Spanish (DGE)
-ῆγος, ὁ
• Morfología: [fem. ἡ β. Luc.Philopatr.4, EM 371.40G.]
1 aguijada, Il.6.135, Luc.l.c., Paus.Gr.β 15, EM l.c.
2 hacha para el sacrificio de toros, AP 9.352 (Leon.), Timo SHell.778.1
•gener. hacha como arma ἀμφίτυπος Q.S.1.159, 12.571.
Greek Monolingual
βουπλήξ (-ῆγος), ο (Α)
1. η βουκέντρα
2. πελέκι για τη σφαγή βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -πληξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αμφιπλήξ, κυματοπλήξ, παραπλήξ κ.ά.)].
Greek Monotonic
βουπλήξ: -ῆγος, ὁ (πλήσσω),
1. κεντρί του βοδιού, βούκεντρο, Λατ. stimulus, σε Ομήρ. Ιλ.
2. τσεκούρι προς σφαγή των βοδιών, σε Ανθ.