γυιοπέδη: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γυιοπέδη]] η (Α)<br />[[δεσμά]] για τα χέρια, [[χειροπέδη]], ή για τα πόδια, [[ποδοκάκκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]] ποδιών ή χεριών»].
|mltxt=[[γυιοπέδη]] η (Α)<br />[[δεσμά]] για τα χέρια, [[χειροπέδη]], ή για τα πόδια, [[ποδοκάκκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]] ποδιών ή χεριών»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γυιοπέδη:''' ἡ, τα [[δεσμά]] των μελών του σώματος, χεριών και ποδιών, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιοπέδη Medium diacritics: γυιοπέδη Low diacritics: γυιοπέδη Capitals: ΓΥΙΟΠΕΔΗ
Transliteration A: gyiopédē Transliteration B: guiopedē Transliteration C: gyiopedi Beta Code: guiope/dh

English (LSJ)

ἡ,

   A fetter: in pl., Pi.P.2.41, A.Pr.169 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 508] ἡ, Fußfessel, Fußschlinge, Pind. P. 2, 41; Aesch. Pr. 175.

Greek (Liddell-Scott)

γυιοπέδη: ἡ, πέδη τῶν γυίων, χειροπέδη καὶ ποδοκάκη, Πίνδ. Π. 2. 41, Αἰσχύλ. Πρ. 168, κατὰ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
entraves pour les pieds.
Étymologie: γυῖον, πέδη.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
plu. grilletes ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις Pi.P.2.41, κρατεραῖς ἐν γυιοπέδαις A.Pr.168
en sg. fig. τοίην γυιοπέδην τεχνάζεται ἰχθύσι νάρκη Opp.H.2.85, γυιοπέδην ἀσίδηρον ἔχων con un grillete no hecho de hierro ref. a unas palabras mágicas que paralizan, Nonn.D.13.488, cf. 36.365.

Greek Monolingual

γυιοπέδη η (Α)
δεσμά για τα χέρια, χειροπέδη, ή για τα πόδια, ποδοκάκκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + πέδη «δεσμός ποδιών ή χεριών»].

Greek Monotonic

γυιοπέδη: ἡ, τα δεσμά των μελών του σώματος, χεριών και ποδιών, σε Αισχύλ.