δημιοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δημιοπληθής]], -ές (Α)<br />αυτός που χρησιμοποιείται πολύ από τον λαό, που τον έχει ο [[λαός]] με [[αφθονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμιος]] «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο» <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]]].
|mltxt=[[δημιοπληθής]], -ές (Α)<br />αυτός που χρησιμοποιείται πολύ από τον λαό, που τον έχει ο [[λαός]] με [[αφθονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμιος]] «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο» <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δημιοπληθής:''' -ές ([[πλήθω]]), [[πολυπληθής]], [[άφθονος]] για το λαό· <i>κτήνη δ</i>., βόδια από τα οποία οι άνθρωποι έχουν [[μεγάλα]] αποθέματα, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:05, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημιοπληθής Medium diacritics: δημιοπληθής Low diacritics: δημιοπληθής Capitals: ΔΗΜΙΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: dēmioplēthḗs Transliteration B: dēmioplēthēs Transliteration C: dimioplithis Beta Code: dhmioplhqh/s

English (LSJ)

ές,

   A abounding for public use, κτήνη δ. cattle of which the people have large store, A.Ag. 129 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 562] ές, was das Volk in Menge hat; κτήνη Aesch. Ag. 128.

Greek (Liddell-Scott)

δημιοπληθής: -ές, ἄφθονος πρὸς χρῆσιν τοῦ δήμου, κτήνη δ., κτήνη, ὧν ὁ δῆμος ἔχει μέγα πλῆθος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 128.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
que le peuple possède en abondance.
Étymologie: δῆμος, πλῆθος.

Spanish (DGE)

-ές
abundante para el pueblo, que el pueblo posee en abundancia κτήνη A.A.129.

Greek Monolingual

δημιοπληθής, -ές (Α)
αυτός που χρησιμοποιείται πολύ από τον λαό, που τον έχει ο λαός με αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμιος «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο» + -πληθής < πλήθος].

Greek Monotonic

δημιοπληθής: -ές (πλήθω), πολυπληθής, άφθονος για το λαό· κτήνη δ., βόδια από τα οποία οι άνθρωποι έχουν μεγάλα αποθέματα, σε Αισχύλ.