δεραιοπέδη: Difference between revisions
From LSJ
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεραιοπέδη]], η (Α)<br />η δεροπέδη, το [[περιδέραιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέραιον]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «ο [[δεσμός]], το [[δέσιμο]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιστοπέδη]], <i>ισχνοπέδη</i>)]. | |mltxt=[[δεραιοπέδη]], η (Α)<br />η δεροπέδη, το [[περιδέραιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέραιον]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «ο [[δεσμός]], το [[δέσιμο]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιστοπέδη]], <i>ισχνοπέδη</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δεραιοπέδη:''' ἡ, [[κολάρο]], [[περιλαίμιο]], [[βρόχος]], [[θηλιά]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A collar, AP6.14 (Antip. Sid.), 9.76 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 548] ἡ, = δειροπέδη, Ant. Sid. 15. 62 (VI, 14 IX, 76).
Greek (Liddell-Scott)
δεραιοπέδη: ἡ, = δειροπέδη, Ἀνθ. Π. 6. 14., 9. 76.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
collet pour les oiseaux.
Étymologie: δέραιον, πέδη.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): -α AP 6.14 (Antip.Sid.); δειροπέδη Gr.Naz.Mul.Orn.229, An.Boiss.4.373
1 lazo que aprieta el cuello usado para cazar pájaros AP l.c., 9.76 (ambos Antip.Sid.).
2 collar, torque para el cuello Gr.Naz.l.c.
Greek Monolingual
δεραιοπέδη, η (Α)
η δεροπέδη, το περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέραιον + πέδη «ο δεσμός, το δέσιμο» (πρβλ. ιστοπέδη, ισχνοπέδη)].
Greek Monotonic
δεραιοπέδη: ἡ, κολάρο, περιλαίμιο, βρόχος, θηλιά, σε Ανθ.