διάδρομος: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διάδρομος]], Α και [[διάδρομος]], -ον)<br /><b>1.</b> η [[δίοδος]], το [[πέρασμα]]<br /><b>2.</b> [[επιμήκης]] [[χώρος]] μέσω του οποίου συγκοινωνούν [[μεταξύ]] τους και με την [[έξοδο]] τα δωμάτια που βρίσκονται στον ίδιο όροφο<br /><b>3.</b> [[χώρος]] [[επιμήκης]] για την [[επικοινωνία]] τών διαμερισμάτων ενός τεχνικού έργου που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο («διάδρομοι πλοίου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> α) ο περιπλανώμενος<br />β) ο [[παράνομος]]<br />γ) ο [[χαλαρός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> η [[διαδρομή]].
|mltxt=ο (AM [[διάδρομος]], Α και [[διάδρομος]], -ον)<br /><b>1.</b> η [[δίοδος]], το [[πέρασμα]]<br /><b>2.</b> [[επιμήκης]] [[χώρος]] μέσω του οποίου συγκοινωνούν [[μεταξύ]] τους και με την [[έξοδο]] τα δωμάτια που βρίσκονται στον ίδιο όροφο<br /><b>3.</b> [[χώρος]] [[επιμήκης]] για την [[επικοινωνία]] τών διαμερισμάτων ενός τεχνικού έργου που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο («διάδρομοι πλοίου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> α) ο περιπλανώμενος<br />β) ο [[παράνομος]]<br />γ) ο [[χαλαρός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> η [[διαδρομή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάδρομος:''' -ον ([[διαδραμεῖν]]), αυτός που τρέχει μέσα από ή [[ολόγυρα]], διασταυρούμενος, περιπλανώμενος, σε Αισχύλ.· [[λέχος]] δ., παραστρατημένη, παράνομη [[αγάπη]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδρομος Medium diacritics: διάδρομος Low diacritics: διάδρομος Capitals: ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: diádromos Transliteration B: diadromos Transliteration C: diadromos Beta Code: dia/dromos

English (LSJ)

ον,

   A running through or about, wandering, φυγαί A.Th.191; λέχος δ. stray, lawless love, E.El.1156(lyr.); ἔμβολα κίοσι δ. the architrave reeling, ready to fall, Id.Ba.592 (lyr.).    II Subst. διάδρομος, ὁ, = διαδρομή 11, Luc. Hipp.6.

Greek (Liddell-Scott)

διάδρομος: -ον, ὁ τρέχων διὰ μέσου ἢ πέριξ, ὁ περιπλανώμενος, φυγαὶ Αἰσχύλ. Θηβ. 191· λέχος δ., παράνομος κλίνη, Λατ. conjugium desultorium, Εὐρ. Ἠλ. 1156· ἔμβολα κίοσι δ., ἐπιστύλια συγκαταπίπτοντα, ὁ αὐτ. Βάκχ. 592. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάδρομος, ὁ, = διαδρομὴ ΙΙ, Λουκ. Ἱππ. 6.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
passage.
Étymologie: διαδραμεῖν.
2ος, ον :
1 qui court dans tous les sens;
2 qui se disjoint ; disjoint, désuni, fig. qui n’est pas légitimement uni, illégitime (union).
Étymologie: διαδραμεῖν.

Spanish (DGE)

-ον
I que corre διάδρομοι φυγαί huidas a la carrera A.Th.191, κίοσιν ἔμβολα διάδρομα entablamento que se desploma sobre los pilares E.Ba.592
fig. rel. infidelidad ὑπάγεται δίκα διαδρόμου λέχους E.El.1156.
II subst. ὁ δ.
1 pasillo ὁ θερμὸς ... δ. Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος Luc.Hipp.6.
2 paso marítimo entre islas, D.S.3.38.
3 cerrojo, pestillo Eust.1900.59.

Greek Monolingual

ο (AM διάδρομος, Α και διάδρομος, -ον)
1. η δίοδος, το πέρασμα
2. επιμήκης χώρος μέσω του οποίου συγκοινωνούν μεταξύ τους και με την έξοδο τα δωμάτια που βρίσκονται στον ίδιο όροφο
3. χώρος επιμήκης για την επικοινωνία τών διαμερισμάτων ενός τεχνικού έργου που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο («διάδρομοι πλοίου»)
αρχ.
1. ως επίθ. α) ο περιπλανώμενος
β) ο παράνομος
γ) ο χαλαρός
2. το αρσ. ως ουσ. η διαδρομή.

Greek Monotonic

διάδρομος: -ον (διαδραμεῖν), αυτός που τρέχει μέσα από ή ολόγυρα, διασταυρούμενος, περιπλανώμενος, σε Αισχύλ.· λέχος δ., παραστρατημένη, παράνομη αγάπη, σε Ευρ.