διαφυγή: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[διαφυγή]])<br />γλυτωμός<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για υγρά ή [[αέρια]]) η [[έξοδος]] [[μέσα]] από ρωγμές ή πόρους, [[διαρροή]], [[ξεθύμασμα]] (αερίων)<br /><b>μσν.</b><br />[[καταφυγή]], [[καταφύγιο]].
|mltxt=η (AM [[διαφυγή]])<br />γλυτωμός<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για υγρά ή [[αέρια]]) η [[έξοδος]] [[μέσα]] από ρωγμές ή πόρους, [[διαρροή]], [[ξεθύμασμα]] (αερίων)<br /><b>μσν.</b><br />[[καταφυγή]], [[καταφύγιο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαφῠγή:''' ἡ ([[διαφεύγω]]), [[καταφύγιο]], [[τρόπος]] διαφυγής, [[τρόπος]] απόδρασης, <i>τινος</i>, από ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφῠγή Medium diacritics: διαφυγή Low diacritics: διαφυγή Capitals: ΔΙΑΦΥΓΗ
Transliteration A: diaphygḗ Transliteration B: diaphygē Transliteration C: diafygi Beta Code: diafugh/

English (LSJ)

ἡ,

   A refuge, means of escape, Th.8.11; τινός from a thing, Pl.Prt.321a (pl.), al.; ἔκ τινος Plu.Alc.25.

German (Pape)

[Seite 612] ἡ, das Entfliehen; κινδύνου, aus der Gefahr, Plat. Legg. VIII. 836 b; Prot. 321 a; im plur., ἐκ τῶν παρόντων, Plut. Alc. 25.

Greek (Liddell-Scott)

διαφῠγή: ἡ, (διαφεύγω) καταφύγιον, μέσα διαφυγῆς, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Πλάτ. Πρωτ. 321Α κ. ἀλλ.· ἔκ τινος Πλούτ. Ἀλκιβ. 25.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
moyen d’échapper par la fuite.
Étymologie: διαφεύγω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
huida, modo de escape ἕως ἄν τις παρατύχῃ δ. ἐπιτηδεία Th.8.11, cf. D.C.57.5
c. gen. obj. τῆς τοιαύτης μηχανῆς δ. Pl.Lg.737a, cf. Prt.321a, τοῦ κινδύνου διαφυγάς I.AI 17.145
c. ἐκ y gen. ἐκ τῶν παρόντων Plu.Alc.25.

Greek Monolingual

η (AM διαφυγή)
γλυτωμός
νεοελλ.
(για υγρά ή αέρια) η έξοδος μέσα από ρωγμές ή πόρους, διαρροή, ξεθύμασμα (αερίων)
μσν.
καταφυγή, καταφύγιο.

Greek Monotonic

διαφῠγή: ἡ (διαφεύγω), καταφύγιο, τρόπος διαφυγής, τρόπος απόδρασης, τινος, από ένα πράγμα, σε Πλάτ.