δίχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίχρωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο χρώματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[δίχρωμος]]<br />[[ονομασία]] εμπλάστρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίχρωμον</i><br />το [[φυτό]] περιστερόχορτο.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίχρωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο χρώματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[δίχρωμος]]<br />[[ονομασία]] εμπλάστρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίχρωμον</i><br />το [[φυτό]] περιστερόχορτο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίχρωμος:''' -ον ([[χρῶμα]]), αυτός που έχει [[δύο]] χρώματα, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίχρωμος Medium diacritics: δίχρωμος Low diacritics: δίχρωμος Capitals: ΔΙΧΡΩΜΟΣ
Transliteration A: díchrōmos Transliteration B: dichrōmos Transliteration C: dichromos Beta Code: di/xrwmos

English (LSJ)

ον, = foreg., Luc.Prom.Es4, Gal.13.460.    II Subst. δίχρωμος, ἡ, name of a plaster, Aët.15.13.    2 δίχρωμον, τό, = περιστερεὼν ὕπτιος, Ps.-Dsc.4.60.

German (Pape)

[Seite 647] dasselbe, Luc. Prom. 4 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de deux couleurs.
Étymologie: δίς, χρῶμα.

Spanish (DGE)

-ον
I bicolor, ἄνθρωπος Luc.Prom.Es.4, ζῴδιον de Aries, Vett.Val.5.24, σῦκα Gp.10.53.2.
II subst.
1 medic. ἡ δ. (sc. ἔμπλαστρος) el emplasto de dos colores Gal.13.460, Aët.15.13 (p.45), Paul.Aeg.4.48.3, 7.17.55.
2 bot. τὸ δ. verbena, Verbena supina L., o v. officinalis L., Ps.Dsc.4.60.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίχρωμος, -ον)
αυτός που έχει δύο χρώματα
μσν.
το θηλ. ως ουσ. η δίχρωμος
ονομασία εμπλάστρου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δίχρωμον
το φυτό περιστερόχορτο.

Greek Monotonic

δίχρωμος: -ον (χρῶμα), αυτός που έχει δύο χρώματα, σε Λουκ.