δίζυξ: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δίζυξ]], ο, η και [[διζυγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) ο ζευγμένος με άλλον<br /><b>2.</b> [[διπλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>ζυγ</i>- του <i>εζύγην</i>, [[παθητικός]] αόρ. β' του [[ζεύγνυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άζυξ]], [[ομόζυξ]], [[σύζυξ]])].
|mltxt=[[δίζυξ]], ο, η και [[διζυγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) ο ζευγμένος με άλλον<br /><b>2.</b> [[διπλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>ζυγ</i>- του <i>εζύγην</i>, [[παθητικός]] αόρ. β' του [[ζεύγνυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άζυξ]], [[ομόζυξ]], [[σύζυξ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίζυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ ([[ζυγόν]]), αυτός που βρίσκεται μαζί με κάποιον [[άλλο]] στο [[ζυγό]], <i>ἵπποι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[διπλός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίζυξ Medium diacritics: δίζυξ Low diacritics: δίζυξ Capitals: ΔΙΖΥΞ
Transliteration A: dízyx Transliteration B: dizyx Transliteration C: dizyks Beta Code: di/zuc

English (LSJ)

ζῠγος,

   A double-yoked, ἵπποι Il.5.195, 10.473; double, δίζυγος ἠπείροιο AP4.3b.40 (Agath.); δ. χαλκός castanets, ib.9.139 (Claudian): neut. pl., δίζυγα ξύλα IG12(9).907.30 (Chalcis); δίζυγι πυρί Nonn.D.22.352; δ. κῶλα having two bones (cf. διζυγής), Paul. Aeg.6.107.

German (Pape)

[Seite 623] υγος, zweispännig, zu zweien zusammengespannt; Homer zweimal, Iliad. 5, 195. 10, 473 παρὰ δέ σφιν ἑκάστῳ δίζυγες ἵπποι

French (Bailly abrégé)

-ζυγός (ὁ, ἡ)
attelé à deux.
Étymologie: δίς, ζεύγνυμι.

English (Autenrieth)

υγος (ζεύγνῦμι): pl., yoked two abreast, Il. 5.195 and Il. 10.473.

Spanish (DGE)

-ῠγος
1 en plu. uncidos de dos en dos δίζυγες ἵπποι Il.5.195, 10.473.
2 doble, que consta de dos partes δ. ... χαλκός de los crótalos AP 9.139 (Claudianus), αὐλός Nonn.D.8.17, συνωρὶς δ. παίδων Nonn.D.9.96, εὐεπίη AP 16.316 (Michaelius), op. μονόζυξ: ξύλα IG 12(9).907.30 (Calcis IV d.C.), δίζυγα κῶλα miembros que tienen dos huesos Paul.Aeg.6.107.2
doble, que consiste en dos μαζός Nonn.D.9.97, πῦρ Nonn.D.22.352, δίζυγος ἠπείροιο ... κεραίη AP 4.86, cf. 9.482 (ambos Agath.)
c. plu. dos δίζυγες ... υἱέες dos hijos, IEryth.303.2 (heleníst.), δίζυγες ... πόδες Nonn.D.9.179
de dos en dos περόωσι ... δίζυγες ἄλλοι Opp.H.1.444.

Greek Monolingual

δίζυξ, ο, η και διζυγής, -ές (Α)
1. (για ζώα) ο ζευγμένος με άλλον
2. διπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -ζυξ < (θ.) ζυγ- του εζύγην, παθητικός αόρ. β' του ζεύγνυμι (πρβλ. άζυξ, ομόζυξ, σύζυξ)].

Greek Monotonic

δίζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ (ζυγόν), αυτός που βρίσκεται μαζί με κάποιον άλλο στο ζυγό, ἵπποι, σε Ομήρ. Ιλ.· διπλός, σε Ανθ.