ἐκλαγχάνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκλαγχάνω]] (Α)<br />μού λαχαίνει, μού δίνει η [[τύχη]] τον κλήρο μου, τον λαχνό μου.
|mltxt=[[ἐκλαγχάνω]] (Α)<br />μού λαχαίνει, μού δίνει η [[τύχη]] τον κλήρο μου, τον λαχνό μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, [[κερδίζω]] με λαχνό ή σε [[κλήρωση]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλαγχάνω Medium diacritics: ἐκλαγχάνω Low diacritics: εκλαγχάνω Capitals: ΕΚΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: eklanchánō Transliteration B: eklanchanō Transliteration C: eklagchano Beta Code: e)klagxa/nw

English (LSJ)

pf. ἐκλέλογχα condemned by Luc.Sol.5 :—

   A obtain by lot or fate, ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχῃ χθονός S.El.760; τὸν αὐτὸν δαίμον' ἐξειληχότες Id.OC1337 ; κακῶν μέρος ἐξέλαχον Ar.Th.1071.

German (Pape)

[Seite 766] (s. λαγχάνω), durchs Schicksal oder Loos zugetheilt bekommen, erlangen; ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονός Soph. El. 750; μέρος Ar. Th. 1071; vgl. Luc. Soloec. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι, λαμβάνω διὰ λαχνοῦ ἢ ἐκ τῆς τύχης, ἀξιοῦμαι, ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονὸς Σοφ. Ἠλ. 760· τὸν αὐτὸν δαίμον’ ἐξειληχότες ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1337· κακῶν μέρος ἐξέλαχον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1071.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκλήξομαι, ao.2 ἐξέλαχον, etc.
obtenir du sort ou pour lot.
Étymologie: ἐκ, λαγχάνω.

Spanish (DGE)

tocarle a uno en suerte ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονός para que le toque una tumba en la tierra de sus padres S.El.760, c. ac. int. τὸν αὐτὸν δαίμον' ἐξειληχότες tras haber corrido la misma suerte S.OC 1337, τί ποτ' ... περίαλλα κακῶν μέρος ἐξέλαχον; Ar.Th.1071 (= E.Fr.Andr.2).

Greek Monolingual

ἐκλαγχάνω (Α)
μού λαχαίνει, μού δίνει η τύχη τον κλήρο μου, τον λαχνό μου.

Greek Monotonic

ἐκλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, κερδίζω με λαχνό ή σε κλήρωση, σε Σοφ.