ἐλάττωμα: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(11) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐλάττωμα]])<br /><b>1.</b> [[μειονέκτημα]]<br /><b>2.</b> [[μειονέκτημα]], σωματική [[ατέλεια]] («σωματικό [[ελάττωμα]]», «[[ἐλάττωμα]] περὶ τὴν ὄψιν», «[[ἐλάττωμα]] περὶ τὴν λέξιν»)<br /><b>3.</b> [[μειονέκτημα]], ψυχική ή [[ηθική]] [[κατωτερότητα]] («το [[ελάττωμα]] της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)<br /><b>μσν.</b><br />(για περιουσιακά στοιχεία) [[κατάχρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απώλεια]], [[ήττα]]. | |mltxt=το (AM [[ἐλάττωμα]])<br /><b>1.</b> [[μειονέκτημα]]<br /><b>2.</b> [[μειονέκτημα]], σωματική [[ατέλεια]] («σωματικό [[ελάττωμα]]», «[[ἐλάττωμα]] περὶ τὴν ὄψιν», «[[ἐλάττωμα]] περὶ τὴν λέξιν»)<br /><b>3.</b> [[μειονέκτημα]], ψυχική ή [[ηθική]] [[κατωτερότητα]] («το [[ελάττωμα]] της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)<br /><b>μσν.</b><br />(για περιουσιακά στοιχεία) [[κατάχρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απώλεια]], [[ήττα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλάττωμα:''' -ατος, τό ([[ἐλαττόω]]), [[μειονέκτημα]], [[ελάττωμα]], [[αδυναμία]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A inferiority, disadvantage, D.18.237, Phld.Rh.2.29S.; ἐ. ποιεῖν Plb.6.16.3. 2 loss, defeat, IPE 12.32B15 (pl., Olbia, iii B.C.), Plb.1.32.2, Onos.32.8 (pl.), etc. 3 defect, κατὰ τὴν ὄψιν D.H.5.23; περὶ τὴν λέξιν Id.Th.35; τὰ τῶν παιδικῶν ἐ. Chor.inRh.Mus.49.510; δωματικὰ ἐ. Hierocl.p.49A., cf. Phld.Ir.p.52 W., al., Iamb.Protr.20 (v. ἐλάσσωμα).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάττωμα: τό, μειονέκτημα, Δημ. 306. 12. 2) ἀπώλεια, ἧττα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15, Πολύβ. 1 32. 2. κτλ. 3) ἐλάττωμα, ὡς καὶ νῦν, κατὰ τὴν ὄψιν Διον. Ἁλ. 5. 23.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἐλάσσωμα.
Greek Monolingual
το (AM ἐλάττωμα)
1. μειονέκτημα
2. μειονέκτημα, σωματική ατέλεια («σωματικό ελάττωμα», «ἐλάττωμα περὶ τὴν ὄψιν», «ἐλάττωμα περὶ τὴν λέξιν»)
3. μειονέκτημα, ψυχική ή ηθική κατωτερότητα («το ελάττωμα της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)
μσν.
(για περιουσιακά στοιχεία) κατάχρηση
αρχ.
απώλεια, ήττα.
Greek Monotonic
ἐλάττωμα: -ατος, τό (ἐλαττόω), μειονέκτημα, ελάττωμα, αδυναμία, σε Δημ.