ἐκσεύομαι: Difference between revisions
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
(11) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκσεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμώ]], [[εξορμώ]], [[εξέρχομαι]], [[τρέχω]] έξω («πυλέων [[ἐξέσσυτο]] [[φαίδιμος]] Ἕκτωρ», Ιλ. Η)<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) ξεχύνομαι, χύνομαι [[προς]] τα έξω<br /><b>3.</b> (για ύπνο) [[εγκαταλείπω]], [[φεύγω]]<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> [[εξορμώ]], [[βγαίνω]] ορμητικά [[προς]] τα έξω, ξεχύνομαι («πᾱσαι δ' ὠίγνυντο πύλαι, ἐκ δ' ἔσσυτο [[λαός]], πεζοὶ θ' ἱππῆές τε», Ιλ. Θ). | |mltxt=[[ἐκσεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμώ]], [[εξορμώ]], [[εξέρχομαι]], [[τρέχω]] έξω («πυλέων [[ἐξέσσυτο]] [[φαίδιμος]] Ἕκτωρ», Ιλ. Η)<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) ξεχύνομαι, χύνομαι [[προς]] τα έξω<br /><b>3.</b> (για ύπνο) [[εγκαταλείπω]], [[φεύγω]]<br /><b>4.</b> <b>(απολ.)</b> [[εξορμώ]], [[βγαίνω]] ορμητικά [[προς]] τα έξω, ξεχύνομαι («πᾱσαι δ' ὠίγνυντο πύλαι, ἐκ δ' ἔσσυτο [[λαός]], πεζοὶ θ' ἱππῆές τε», Ιλ. Θ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκσεύομαι:''' παρακ. <i>ἐξέσσῠμαι</i>, γʹ πληθ. υπερσ. <i>ἐξέσσῠτο</i>, αόρ. αʹ ἐξεσύθην [ῠ]· [[εξορμώ]], [[προβάλλω]] [[ξαφνικά]] από ένα [[μέρος]], εκτινάσσομαι, με γεν., σε Όμηρ.· απόλ., [[εξορμώ]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
Pass., pf. ἐξέσσῠμαι: plpf. ἐξέσσῠτο with sense of impf. (Od.9.373), but usu. aor. (v. infr.) : aor. I ἐξεσύθην [ῠ]:—
A rush out or burst forth from, πυλέων ἐξέσσυτο Il.7.1 ; φάρυγος δ' ἐξέσσυτο οἶνος Od.9.373 ; βλεφάρων ἐξέσσυτο νήδυμος ὕπνος sleep fled away from his eyelids, 12.366 : abs., rush out, ἐκ δ' ἔσσυτο ιαός Il.8.58 ; νομόνδ' ἐξέσσυτο..μῆλα Od.9.438 ; αἰχμὴ δ' ἐξεσύθη the point burst out, Il.5.293 (v.l.) ; ἐξέσσυται ἄνθρωπος ἐξ ἀνθρώπου Democr.32.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσεύομαι: παθ. πρκμ. ἐξέσαῠμαι: ὑπερσ. ἐξέσσῠτο μετὰ σημασ. παρατατ. (Ὀδ. Ι. 373), ἂν καὶ ὁ τύπος οὗτος εἶναι συνήθως ἀόρ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. α΄ ἐξεσύθην ῠ. Ἐξορμῶ, πυλῶν ἐξέσσυτο Ἰλ. Η. 1· φάρυγος δ᾿ ἐξέσσυτο οἶνος Ὀδ. Ι. 373· βλεφάρων ἐξέσσυτο νήδυμος ὕπνος, ἔφυγεν ἐκ τῶν βλεφάρων του, Μ. 366: - ἀπολ. ἐκθέω, ἐξορμῶ, ἐκ δ’ ἔσσυτο λαὸς Θ. 58· νομμόνδ᾿ ἐξέσσυτο ἄρσενα μῆλα Ὀδ. Ι. 438· αἰχμὴ δ᾿ ἐξεσύθη, ἐξώρμησεν, Ἰλ. Ε. 293 (ἀλλ᾿ αἱ ἄρισται ἐκδ. ἔχουσι νῦν: αἰχμὴ δ᾿ ἐξελύθη)· ἐξέσσυται ἄνθρωπος ἐξ ἀνθρώπου Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 82. 25.
French (Bailly abrégé)
seul. Pass.
s’élancer ; fig. βλεφάρων ἐξέσσυτο ὕπνος OD le sommeil s’enfuit de ses paupières ; νομόνδ’ ἐξέσσυτο μῆλα OD les troupeaux bondirent vers le pâturage.
Étymologie: ἐκ, σεύω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. ἐξέσσυται Democr.B 32, plusperf. ἐξέσσυτο Il.7.1, Od.9.373, 438, 12.366, Q.S.2.224, 7.358, 8.302, 14.169, c. tm. Il.8.58]
1 salir con brío, ímpetu, o precipitación:
a) de pers. y animales ἐκ δ' ἔσσυτο λαός y la hueste salió en tropel, Il.8.58
•c. gen. πυλέων ἐξέσσυτο ... Ἕκτωρ Héctor se abalanzó puertas afuera, Il.7.1, ἑῆς δ' ἐξέσσυτο πάτρης salió briosamente de su patria Q.S.7.358
•c. ac. de direcc. νομόνδ' ἐξέσσυτο ἄρσενα μῆλα salían en tropel a pastar los carneros, Od.9.438
•fig. δολίου ἐξέσσυτο ὕπνου salió bruscamente de su sueño engañoso Orph.A.786, c. ἐκ y gen. ἐξέσσυται γὰρ ἄνθρωπος ἐξ ἀνθρώπου pues se sale el hombre del hombre (en la unión sexual), Democr.l.c.;
b) de fluidos salir a borbotones, brotar bruscamente φάρυγγος δ' ἐξέσσυτο οἶνος el vino salió a borbotones de su garganta, Od.9.373, ἢν ... ἐκσυθῇ δέ οἱ ἡ κάθαρσις ... ἐξαίφνης y si el flujo se le presenta bruscamente Hp.Nat.Puer.18, πυρὸς δ' ἐξέσσυτ' ἀϋτμή brotó un hálito de fuego al entrechocar las nubes, Q.S.2.224;
c) otros cont. ὅλη δ' ἐξέσσυτο νηδύς todo el vientre se precipitó al exterior Q.S.8.302.
2 huir, escapar c. gen. δόμων ἐξέσσυτο κούρη A.R.4.40, fig. μοι βλεφάρων ἐξέσσυτο ... ὕπνος de mis párpados se escapó el sueño, Od.12.366, δέος δ' ἐξέσσυτο θυμοῦ el temor escapó de su ánimo Q.S.14.169.
Greek Monolingual
ἐκσεύομαι (Α)
1. ορμώ, εξορμώ, εξέρχομαι, τρέχω έξω («πυλέων ἐξέσσυτο φαίδιμος Ἕκτωρ», Ιλ. Η)
2. (για κρασί) ξεχύνομαι, χύνομαι προς τα έξω
3. (για ύπνο) εγκαταλείπω, φεύγω
4. (απολ.) εξορμώ, βγαίνω ορμητικά προς τα έξω, ξεχύνομαι («πᾱσαι δ' ὠίγνυντο πύλαι, ἐκ δ' ἔσσυτο λαός, πεζοὶ θ' ἱππῆές τε», Ιλ. Θ).
Greek Monotonic
ἐκσεύομαι: παρακ. ἐξέσσῠμαι, γʹ πληθ. υπερσ. ἐξέσσῠτο, αόρ. αʹ ἐξεσύθην [ῠ]· εξορμώ, προβάλλω ξαφνικά από ένα μέρος, εκτινάσσομαι, με γεν., σε Όμηρ.· απόλ., εξορμώ, στον ίδ.