ἐξανοίγω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ξανοίγω]] (AM [[ἐξανοίγω]], Μ και [[ξανοίγω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]], [[διακρίνω]], [[παρατηρώ]]<br /><b>2.</b> (για ατμοσφαιρ. [[κατάσταση]]) [[αιθριάζω]], [[ξανοίγω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανοίγω]], [[ανοίγω]] εντελώς («ἐξανοιγέσθωσαν τάφοι», Κων. Πορφ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραλύω]], [[αποσυνθέτω]], [[εξουδετερώνω]].
|mltxt=και [[ξανοίγω]] (AM [[ἐξανοίγω]], Μ και [[ξανοίγω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]], [[διακρίνω]], [[παρατηρώ]]<br /><b>2.</b> (για ατμοσφαιρ. [[κατάσταση]]) [[αιθριάζω]], [[ξανοίγω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανοίγω]], [[ανοίγω]] εντελώς («ἐξανοιγέσθωσαν τάφοι», Κων. Πορφ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραλύω]], [[αποσυνθέτω]], [[εξουδετερώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξανοίγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανοίγω]] εντελώς, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανοίγω Medium diacritics: ἐξανοίγω Low diacritics: εξανοίγω Capitals: ΕΞΑΝΟΙΓΩ
Transliteration A: exanoígō Transliteration B: exanoigō Transliteration C: eksanoigo Beta Code: e)canoi/gw

English (LSJ)

   A lay open, μηχανὰς Σισύφου Ar.Ach.391; διάφραγμα D.S.1.33:—Pass., Str.16.1.10, Ath.Mech.36.9: pf. inf. ἐξανεῷχθαι to be exposed, of high ground, Ath.Med. ap. Orib.9.12.1.

German (Pape)

[Seite 870] (s. ἀνοίγω), ganz eröffnen, Ar. Ach. 391 u. Sp., wie D. Sic. 1, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανοίγω: ἀνοίγω ἐντελῶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 391. Διόδ. 1. 33.

French (Bailly abrégé)

ouvrir entièrement.
Étymologie: ἐξ, ἀνοίγω.

Spanish (DGE)

1 abrir τὰ στόματα (τῶν ὑστερέων) μαλθακῶς ἐξανοίγειν Hp.Mul.1.68, cf. Ath.Al.M.28.980C, τοῦτο (τὸ διάφραγμα) D.S.1.33, τὴν θύραν καὶ τὰς θρίδας ... χρὴ πάντοθεν ἐξανοίξαντα εἰσεᾶσαι φῶς τε καὶ ἀέρα Gp.15.2.27, en v. pas. εἰ μὴ ταχὺ μὲν ἐξανοίγοιτο τὰ στόμια τῶν διωρύγων Str.16.1.10, cf. Diad.Perf.70, ὅταν ... τοῖς ὑποτόνοις ἐξανοίχθῃ τὸ κατασκεύασμα τῆς ἐξαιρίτιδος Ath.Mech.36.9
fig. destapar, poner en acción ἐξάνοιγε μηχανὰς τὰς Σισύφου despliega las artimañas de Sísifo Ar.Ach.391.
2 en perf. med. estar abierto, estar despejado οἱ μὲν ὑψηλοὶ τῶν τόπων εἰσὶ ... εὐπνούστεροι ... διὰ τὸ πανταχόθεν ἐξανεῷχθαι los lugares más altos están más aireados al estar abiertos por todas partes Ath.Med. en Orib.9.12.1.

Greek Monolingual

και ξανοίγω (AM ἐξανοίγω, Μ και ξανοίγω)
νεοελλ.
1. βλέπω, διακρίνω, παρατηρώ
2. (για ατμοσφαιρ. κατάσταση) αιθριάζω, ξανοίγω
αρχ.-μσν.
ανοίγω, ανοίγω εντελώς («ἐξανοιγέσθωσαν τάφοι», Κων. Πορφ.)
αρχ.
παραλύω, αποσυνθέτω, εξουδετερώνω.

Greek Monotonic

ἐξανοίγω: μέλ. -ξω, ανοίγω εντελώς, σε Αριστοφ.