Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐναλήθης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άληθες]] (AM [[ἐναλήθης]], -[[άληθες]])<br />Ι. [[αληθοφανής]], [[πιθανός]].
|mltxt=-[[άληθες]] (AM [[ἐναλήθης]], -[[άληθες]])<br />Ι. [[αληθοφανής]], [[πιθανός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνᾰλήθης:''' -ες, αυτός που βρίσκεται σε [[συμφωνία]] με την [[αλήθεια]]· επίρρ., <i>-θως</i>, [[πιθανώς]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰλήθης Medium diacritics: ἐναλήθης Low diacritics: εναλήθης Capitals: ΕΝΑΛΗΘΗΣ
Transliteration A: enalḗthēs Transliteration B: enalēthēs Transliteration C: enalithis Beta Code: e)nalh/qhs

English (LSJ)

ες,

   A accordant with truth, Longin.15.8. Adv. -θως probably, Luc.VH1.2.

German (Pape)

[Seite 826] ες, in Wahrheit, wahr, Longin. 15, 8. – Adv. ἐναλήθως, wahrscheinlich, Luc. V. H. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰλήθης: -ες, σύμφωνος πρὸς τὴν ἀλήθειαν, τὸ ἔμπρακτον καὶ ἐνάληθες Λογγῖνος π. Ὕψ. 15. 8. - Ἐπίρρ. -θως, πιθανῶς, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 2.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
vraisemblable, vrai.
Étymologie: ἐν, ἀληθής.

Spanish (DGE)

-ες
1 verosímil λόγος D.H.Imit.5.1
subst. τὸ ἐνάληθες verosimilitud Longin.15.8.
2 adv. -ως verosímilmente Luc.VH 1.2
en verdad Sch.Clem.Al.Paed.91.23.

Greek Monolingual

-άληθες (AM ἐναλήθης, -άληθες)
Ι. αληθοφανής, πιθανός.

Greek Monotonic

ἐνᾰλήθης: -ες, αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με την αλήθεια· επίρρ., -θως, πιθανώς, σε Λουκ.