ἐξαπατύλλω: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαπατύλλω]] (Α)<br />υποκορ. τ. του [[εξαπατώ]], σε κωμ. ποιητ.<br />[[ενεργώ]] ή φέρομαι [[κάπως]] απατηλά σε κάποιον, [[εξαπατώ]] λίγο, [[ξεγελώ]] [[κατά]] κάποιον τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> - [[απατώ]] <span style="color: red;">+</span> περισταλτική κατάλ. -<i>ύλλω</i>].
|mltxt=[[ἐξαπατύλλω]] (Α)<br />υποκορ. τ. του [[εξαπατώ]], σε κωμ. ποιητ.<br />[[ενεργώ]] ή φέρομαι [[κάπως]] απατηλά σε κάποιον, [[εξαπατώ]] λίγο, [[ξεγελώ]] [[κατά]] κάποιον τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> - [[απατώ]] <span style="color: red;">+</span> περισταλτική κατάλ. -<i>ύλλω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰπᾰτύλλω:''' κωμ. υποκορ. του [[ἐξαπατάω]], [[εξαπατώ]] λίγο, [[κοροϊδεύω]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰπατύλλω Medium diacritics: ἐξαπατύλλω Low diacritics: εξαπατύλλω Capitals: ΕΞΑΠΑΤΥΛΛΩ
Transliteration A: exapatýllō Transliteration B: exapatyllō Transliteration C: eksapatyllo Beta Code: e)capatu/llw

English (LSJ)

Com. Dim. of ἐξαπατάω,

   A cheat a little, humbug, Ar.Ach.657,Eq.1144.

German (Pape)

[Seite 870] ein wenig betrügen, Ar. Ach. 657 Equ. 1144.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰπᾰτύλλω: Κωμ. ὑποκορ. τοῦ ἐξαπατάω, ἀπατῶ τρόπον τινά. Ἀριστοφ. Ἀχ. 657, Ἱππ. 1144.

French (Bailly abrégé)

tromper un peu.
Étymologie: ἐξ, dim. comique de ἀπατάω.

Spanish (DGE)

(ἐξαπᾰτύλλω)
embaucar, engatusar c. ac. de pers. κἄμ' ἐξαπατύλλειν Ar.Eq.1144, abs., Ar.Ach.657.

Greek Monolingual

ἐξαπατύλλω (Α)
υποκορ. τ. του εξαπατώ, σε κωμ. ποιητ.
ενεργώ ή φέρομαι κάπως απατηλά σε κάποιον, εξαπατώ λίγο, ξεγελώ κατά κάποιον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ - απατώ + περισταλτική κατάλ. -ύλλω].

Greek Monotonic

ἐξᾰπᾰτύλλω: κωμ. υποκορ. του ἐξαπατάω, εξαπατώ λίγο, κοροϊδεύω, σε Αριστοφ.