ἐπαραρίσκω: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπαραρίσκω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[αρμόζω]], [[προσαρμόζω]] καλά [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[παρασκευάζω]], [[κατασκευάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στηρίζω]] [[κάτι]] [[κάπου]], [[προσαρμόζω]] [[κάπου]] («πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῑσιν ἐπῆρσεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτχ. παρακμ.) <i>ἐπαρηρώς</i>, -<i>υ</i><i>ī</i><i>a</i>, -<i>ός</i><br />καλά στηριγμένος, προσαρμοσμένος<br />(«ευ ἐπαρηρῶς ποσσίν» — στεκόμενος καλά όρθιος στα πόδια του). [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αραρίσκω]] «[[ταιριάζω]], [[προσαρμόζω]]»]. | |mltxt=[[ἐπαραρίσκω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[αρμόζω]], [[προσαρμόζω]] καλά [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[παρασκευάζω]], [[κατασκευάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στηρίζω]] [[κάτι]] [[κάπου]], [[προσαρμόζω]] [[κάπου]] («πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῑσιν ἐπῆρσεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτχ. παρακμ.) <i>ἐπαρηρώς</i>, -<i>υ</i><i>ī</i><i>a</i>, -<i>ός</i><br />καλά στηριγμένος, προσαρμοσμένος<br />(«ευ ἐπαρηρῶς ποσσίν» — στεκόμενος καλά όρθιος στα πόδια του). [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αραρίσκω]] «[[ταιριάζω]], [[προσαρμόζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπαραρίσκω:''' μέλ. <i>-άρσω</i>, αόρ. <i>-ήρᾰρον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προσαρμόζω]] πάνω σε, [[δένω]] σε, <i>τί τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., σε Ιων. παρακ. [[ἐπάρηρα]], υπερσ. <i>ἐπαρήρειν</i>, προσαρμόζομαι [[σφιχτά]] ή ακριβώς, είμαι εφαρμοσμένος, στηριγμένος, προσαρμοσμένος πάνω σε [[κάτι]], στο ίδ.· [[ἐπάρμενος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, μτχ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ, [[έτοιμος]], προετοιμασμένος, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
aor. 1 -ῆρσα: aor. 2 -ήρᾰρον:—
A fit to or upon, fasten, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν on or to the posts, Il.14.167; ἐπὶ δὲ ζυγὸν ἤραρεν ἀμφοῖν h.Merc.50. II intr. in Ion. pf. ἐπάρηρα [ᾰρ], plpf. ἐπᾰρήρειν:—fit tight or exactly, μία δὲ κληῒ ἐπαρήρει a cross-bolt was fitted therein, Il.12.456; part. ἐπαρηρώς, υῖα, ός, close-fitting, well fixed, εὖ ἐπαρηρὼς ποσσίν firm on his feet, Arat.83: also ἐπάρμενος, η, ον, Ep. aor. part. Pass., well-fitted, prepared, ready, βίον, ὅπλα, Hes. Op.601, 627:—also in form ἐφάρμ-, suited, c. dat., Nonn.D.12.35.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαραρίσκω: μέλλ. ἐπάρσω: ἀόρ. β΄ -ήρᾰρον, ἀόρ. α΄ ἐπῆρσα. Προσαρμόζω εἴς τι ἢ ἐπί τινος, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν, «τοῖς παραστάσιν ἐφήρμοσεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 167· ἐπὶ δὲ ζυγὸν ἤραρεν ἀμφοῖν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 50. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ Ἰων. πρκμ. ἐπάρηρα, ὑπερσ. ἐπαρήρειν, προσαρμόζομαι καλῶς ἢ ἀκριβῶς, μία δὲ κληΐς ἐπᾰρήρει, «ἐφηρμόζετο, ἐπέκειτο», Ἰλ. Μ. 456· μετοχ. ἐπαρηρώς, -υῖα, -ός, καλῶς ἡρμοσμένος, ἐστηριγμένος, ποσσὶν ἐπαρηρὼς Ἄρατ. 83· ὡσαύτως ἐπάρμενος, -η, -ον, Ἐπικ. συγκεκομ. μετοχ. παθ. ἀορ., καλῶς προσηρμοσμένος, καλῶς παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 599, 625.
French (Bailly abrégé)
prés. inus, auquel on rattache qqf les formes d’ao. ἐπῆρσα, de pf. ἐπάρησα et d’ao.2 Moy. sync. ἐπάρμενος;
1 tr. ajuster ou fixer à ou sur : τί τινι une chose à ou sur une autre;
2 intr. (au pf., au pqp. 3ᵉ sg. ἐπαρήρει et au part. ao.2 Moy. poét. ἐπάρμενος) être bien ajusté.
Étymologie: ἐπί, ἀραρίσκω.
English (Autenrieth)
aor. 1 ἐπῆρσε, plup. ἐπαρήρει: trans. (aor. 1), fit to (τινί τι), Il. 14.167, 339; intr. (plup.), fit in, Il. 12.456.
Greek Monolingual
ἐπαραρίσκω (AM)
1. αρμόζω, προσαρμόζω καλά πάνω σε κάτι
2. παρασκευάζω, κατασκευάζω
αρχ.
1. στηρίζω κάτι κάπου, προσαρμόζω κάπου («πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῑσιν ἐπῆρσεν», Ομ. Ιλ.)
2. (μτχ. παρακμ.) ἐπαρηρώς, -υīa, -ός
καλά στηριγμένος, προσαρμοσμένος
(«ευ ἐπαρηρῶς ποσσίν» — στεκόμενος καλά όρθιος στα πόδια του). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αραρίσκω «ταιριάζω, προσαρμόζω»].
Greek Monotonic
ἐπαραρίσκω: μέλ. -άρσω, αόρ. -ήρᾰρον·
I. προσαρμόζω πάνω σε, δένω σε, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αμτβ., σε Ιων. παρακ. ἐπάρηρα, υπερσ. ἐπαρήρειν, προσαρμόζομαι σφιχτά ή ακριβώς, είμαι εφαρμοσμένος, στηριγμένος, προσαρμοσμένος πάνω σε κάτι, στο ίδ.· ἐπάρμενος, -η, -ον, μτχ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ, έτοιμος, προετοιμασμένος, σε Ησίοδ.