ἐπεμπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεμπίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι ορμητικά, [[προσβάλλω]] χτυπώντας αιφνιδιαστικά<br /><b>2.</b> [[ασχολούμαι]] με ζήλο («[[οὔκουν]] [[ἕλκω]] κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ [[σπουδάζω]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συναρμολογώ]], [[ταιριάζω]].
|mltxt=[[ἐπεμπίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι ορμητικά, [[προσβάλλω]] χτυπώντας αιφνιδιαστικά<br /><b>2.</b> [[ασχολούμαι]] με ζήλο («[[οὔκουν]] [[ἕλκω]] κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ [[σπουδάζω]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συναρμολογώ]], [[ταιριάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεμπίπτω:''' μέλ. <i>-εμπεσοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]] πάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι, [[προσβάλλω]] με [[μανία]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιπίπτω]], [[πράττω]], [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]], καταπιάνομαι, Λατ. incumbere, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεμπίπτω Medium diacritics: ἐπεμπίπτω Low diacritics: επεμπίπτω Capitals: ΕΠΕΜΠΙΠΤΩ
Transliteration A: epempíptō Transliteration B: epempiptō Transliteration C: epempipto Beta Code: e)pempi/ptw

English (LSJ)

   A fall upon, attack furiously, ἀλλήλοις Ph.2.109; ποίμναις ἐπεμπίπτειν βάσιν S.Aj. 42.    2 fall to, set to work, Ar.Pax471.    3 fit in, of cogs, v. l. in Heliod. ap. Orib.49.4.65.

German (Pape)

[Seite 915] (s. πίπτω), noch dazu hineinfallen; βάσιν τινι, hineinstürmen auf, Soph. Ai. 42; sich worauf legen, καὶ σπουδάζω Ar. Pax 463; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεμπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπιπίπτω κατά τινος, προσβάλλω αὐτὸν μανιωδῶς, ἐπεμπίπτει τοῖς ἐχθροῖς Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 8, 4· τί δῆτα ποίμναις τήνδ’ ἐπεμπίπτει βάσιν; τότε λοιπόν διὰ τὶ ἔκαμε ταύτην τὴν ἐπίθεσιν κατὰ τῶν ποιμνίων; Σοφ. Αἴ. 42. 2) συντόνως πράττω τι, μετὰ σπουδῆς καταγίνομαι εἰς αὐτό, Λατ. incumbere, οὔκουν ἕλκω κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ σπουδάζω; Ἀριστοφ. Εἰρ. 471.

French (Bailly abrégé)

tomber sur, se jeter sur, attaquer.
Étymologie: ἐπί, ἐμπίπτω.

Greek Monolingual

ἐπεμπίπτω (Α)
1. επιτίθεμαι ορμητικά, προσβάλλω χτυπώντας αιφνιδιαστικά
2. ασχολούμαι με ζήλο («οὔκουν ἕλκω κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ σπουδάζω», Αριστοφ.)
3. συναρμολογώ, ταιριάζω.

Greek Monotonic

ἐπεμπίπτω: μέλ. -εμπεσοῦμαι,
1. πέφτω πάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι, προσβάλλω με μανία, τινί, σε Σοφ.
2. επιπίπτω, πράττω, καταγίνομαι με κάτι, καταπιάνομαι, Λατ. incumbere, σε Αριστοφ.