Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιβάθρα: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιβάθρα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[σκάλα]] για άνοδο στα τείχη [[κατά]] την έφοδο<br /><b>2.</b> [[σκάλα]] πλοίου<br /><b>3.</b> [[μέσο]] ή [[μέρος]] για [[προσέγγιση]] («ἐδόκει πλεῑν ἐπὶ τάς Ἀθήνας... ἐπιβάθραν τῆς Ἐλλάδος οὖσαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πρόφαση]]<br /><b>5.</b> [[κρηπίδα]] πολεμικών μηχανών<br /><b>6.</b> [[βάση]], [[θεμέλιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[βάθρα]] «[[σκάλα]]»].
|mltxt=[[ἐπιβάθρα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[σκάλα]] για άνοδο στα τείχη [[κατά]] την έφοδο<br /><b>2.</b> [[σκάλα]] πλοίου<br /><b>3.</b> [[μέσο]] ή [[μέρος]] για [[προσέγγιση]] («ἐδόκει πλεῑν ἐπὶ τάς Ἀθήνας... ἐπιβάθραν τῆς Ἐλλάδος οὖσαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πρόφαση]]<br /><b>5.</b> [[κρηπίδα]] πολεμικών μηχανών<br /><b>6.</b> [[βάση]], [[θεμέλιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[βάθρα]] «[[σκάλα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβάθρα:''' ἡ ([[ἐπιβαίνω]]), [[σκάλα]], [[κλίμακα]] ή βαθμίδες, σκαλοπάτια· μεταφ., [[τρόπος]] προσέγγισης, [[πρόφαση]], <i>τινός</i>, [[έναντι]] κάποιου..., σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβάθρα Medium diacritics: ἐπιβάθρα Low diacritics: επιβάθρα Capitals: ΕΠΙΒΑΘΡΑ
Transliteration A: epibáthra Transliteration B: epibathra Transliteration C: epivathra Beta Code: e)piba/qra

English (LSJ)

ἡ,

   A ladder or steps to ascend by: scaling ladder, Ph.Bel. 91.48, Ath.Mech.25.3,J.BJ7.9.2,Arr.An.4.27.1; ship's ladder, gangway, D.S.12.62.    2. metaph., means of approach, stepping-stone, Plb.3.24.14 (pl.); ἐ. ἔχειν τὴν Ἄβυδον Id.16.29.2; γάμον ἐ. τισὶ γενέσθαι J.AJ11.8.2; τῆς Ἑλλάδος towards . ., Plu.Demetr.8; τῷ ἑξῆς λόγῳ Arr.Epict.1.7.22, cf. Plot.1.6.1; εἰς τὸ ἐξευρεῖν Gal.9.149.    3. platform for engines of war, J.BJ7.8.5; base, foundation, γῆ . . τοῖς ἐπ' αὐτῆς βεβηκόσιν ἑδραία ἐ. Plot.2.1.7: metaph., γεῦσις ἐ. τῶν αἰσθήσεων Ph.1.665.

German (Pape)

[Seite 927] ἡ, Leiter, die man anlegt, um hinaufzusteigen, z. B. Schiffsleiter, D. Sic. 12, 62 u. A.; vgl. ἀποβάθρα; Sturmleiter, Arr. An. 4, 27, 1; Fallbrücke, Ios. u. A. – Uebertr., Zuweg, Zugang, πάσας ἀφαιρούμενοι τὰς ἐπιβάθρας Ῥωμαίων Pol. 3, 24, 14, vgl. 16, 29, 1; Ἀθῆναι ἐπιβ. τῆς Ἑλλάδος Plut. Demetr. 8; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβάθρᾱ: ἡ, μεγάλη κλῖμαξ, ἣν κατὰ ἐφόδους πρὸς ἅλωσιν πόλεως προσῆγον εἰς τὰ τείχη καὶ δι’ αὐτῆς ἀνέβαινον ἐπ’ αὐτῶν, ἐπιβατήριος μηχανή, γέφυρα πολιορκητική, ἄλλη ἐπιβάθρα αὐτῷ προσήγετο πρὸς τὸ τεῖχος Ἀρρ. Ἀν. 4. 27, 1· κλῖμαξ πλοίου, Διόδ. 12. 62, πρβλ. Spanh. Καλλ. εἰς Δῆλ. 22. 2) μέροςμέσον πρὸς ἐπίβασιν, Πολύβ. 3. 24, 14., 16. 29, 2· ἐδόκει πλεῖν ἐπὶ τὰς Ἀθήνας... ἐπιβάθραν τῆς Ἑλλάδος οὖσαν Πλουτ. Δημ. 8, Κλήμ. Ἀλ. 157· μεταφ., πρόφασις, ἐπιβάθραν τοῖς παρανομεῖν βουλησομένοις Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 8, 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 pont-volant;
2 fig. moyen d’accès : τινος vers qqn ou qch.
Étymologie: ἐπιβαίνω.

Greek Monolingual

ἐπιβάθρα, η (Α)
1. μεγάλη σκάλα για άνοδο στα τείχη κατά την έφοδο
2. σκάλα πλοίου
3. μέσο ή μέρος για προσέγγιση («ἐδόκει πλεῑν ἐπὶ τάς Ἀθήνας... ἐπιβάθραν τῆς Ἐλλάδος οὖσαν», Πλούτ.)
4. πρόφαση
5. κρηπίδα πολεμικών μηχανών
6. βάση, θεμέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βάθρα «σκάλα»].

Greek Monotonic

ἐπιβάθρα: ἡ (ἐπιβαίνω), σκάλα, κλίμακα ή βαθμίδες, σκαλοπάτια· μεταφ., τρόπος προσέγγισης, πρόφαση, τινός, έναντι κάποιου..., σε Πλούτ.