ἐξάνειμι: Difference between revisions
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξάνειμι]] (Α) [[ἄνειμι]]<br /><b>1.</b> [[ανεβαίνω]], [[ανέρχομαι]], (για [[αστέρι]]) [[ανατέλλω]] («οὐρανοῡ ἐξανιόντα», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] («στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα [[μετὰ]] πτόλιν Αἰήταο», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> [[ξανάρχομαι]], [[επιστρέφω]] («ἄγρης ἐξανιών», ύμν. εις Πάνα)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ανακλώμαι. | |mltxt=[[ἐξάνειμι]] (Α) [[ἄνειμι]]<br /><b>1.</b> [[ανεβαίνω]], [[ανέρχομαι]], (για [[αστέρι]]) [[ανατέλλω]] («οὐρανοῡ ἐξανιόντα», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] («στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα [[μετὰ]] πτόλιν Αἰήταο», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> [[ξανάρχομαι]], [[επιστρέφω]] («ἄγρης ἐξανιών», ύμν. εις Πάνα)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ανακλώμαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξάνειμι:'''<b class="num">I.</b> [[ανεβαίνω]], [[ανέρχομαι]], [[ανατέλλω]] από τον ορίζοντα, λέγεται για αστέρια, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[γυρίζω]], [[επανέρχομαι]] από, <i>ἄγρης</i>, σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
A go forth from, Ἑλλάδος A. R.2.459; αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα being reflected from .., Id.3.757; ἐ. οὐρανοῦ go up the sky, of stars, Theoc.22.8 codd. II come back from, ἄγρης h.Pan.15.
German (Pape)
[Seite 869] (s. εἶμι), heraus- u. herausgehen; οὐρανοῦ, am Himmel aufgehen, Theocr. 22, 8; Ap. Rh. 2, 459; αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα, zurückstrahlend aus, 3, 737; ἄγρης ἐξανιών, von der Jagd zurückkehrend, H. h. Pan. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάνειμι: μεταβαίνω ἔκ τινος μέρους εἰς ἄλλο, στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 459· ἠελίου... αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα, ἀντανακλωμένη ἐκ τοῦ ὕδατος, ὁ αὐτ. Γ. 757· οὐρανοῦ ἐξανιόντα (οὐρανὸν εἰσανιόντα Meineke), ἀναβαίνοντα εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπὶ ἀστέρων, Θεόκρ. 22. 8. ΙΙ. ἐπανέρχομαι ἔκ τινος, ἄγρης ἐπανιὼν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 15.
French (Bailly abrégé)
1 se lever et sortir de, venir de, gén.;
2 revenir de.
Étymologie: ἐξ, ἄνειμι.
Spanish (DGE)
1 regresar de ἄγρης h.Pan.14.
2 partir de Ἑλλάδος A.R.2.459, γαίης Ὑλληίδος A.R.4.562.
3 surgir, salir de c. gen. θῆρας ὀσσόμενοι πόντου ... ἐξανίοντας A.R.4.318, Θέτιν ... ἁλὸς ἐξανίουσαν A.R.4.759, c. gen. y prep. ἐξανιὼν δὲ ἐκ ῥοθίων Διόνυσος Nonn.D.21.278, fig. αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα un rayo de sol reflejándose en el agua A.R.3.756
•astr. levantarse, tener su orto, salir de la constelación Erídano Ποταμοῦ πρώτην ἁλὸς ἐξανίουσαν καμπὴν ... σκέψαιτό κε ναύτης un navegante podría contemplar el primer meandro de la constelación del Río levantándose desde el mar Arat.728.
Greek Monolingual
ἐξάνειμι (Α) ἄνειμι
1. ανεβαίνω, ανέρχομαι, (για αστέρι) ανατέλλω («οὐρανοῡ ἐξανιόντα», Θεόκρ.)
2. πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλο («στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο», Απολλ. Ρόδ.)
3. ξανάρχομαι, επιστρέφω («ἄγρης ἐξανιών», ύμν. εις Πάνα)
4. μτφ. ανακλώμαι.
Greek Monotonic
ἐξάνειμι:I. ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανατέλλω από τον ορίζοντα, λέγεται για αστέρια, σε Θεόκρ.
II. γυρίζω, επανέρχομαι από, ἄγρης, σε Ομηρ. Ύμν.