ἐπαστράπτω: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπαστράπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αστράφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] ή [[απλώς]] [[αστράφτω]] («ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν», <b>Πλούτ.</b>, «σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> [[λάμπω]]. | |mltxt=[[ἐπαστράπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αστράφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] ή [[απλώς]] [[αστράφτω]] («ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν», <b>Πλούτ.</b>, «σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> [[λάμπω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπαστράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αστράφτω]] πάνω σε [[κάτι]], σε Ανθ.· ἐπ. [[πῦρ]], [[ανάβω]] [[φωτιά]], [[πυροδοτώ]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
A lighten upon, ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν Plu.2.594e: metaph., βασίλειον ἐ. τῷ κόλπῳ Lib.Or.61.10: abs., AP7.49 (Bianor): c. acc. cogn., ἐ. πῦρ flash fire, APl.4.141 (Phil.); σπινθῆρας Nonn.D. 18.74.
German (Pape)
[Seite 906] dazu, darein blitzen, Bian. 13 (VII, 49); δεξιόν τινι Plut. gen. Socr. 25; – σπινθῆρας προσώπῳ, darauf erglänzen lassen, Nonn. 18, 72.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαστράπτω: ἀστράπτω, ἐπί τινι ἢ ἁπλῶς ἀστράπτω, τινὶ Πλούτ. 2. 594D· ἀπολ., Ἀνθ. Π. 7. 49: - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπαστράπτει φόνιον πῦρ Ἀνθ. Πλαν. 4. 141, 4· σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα Νόνν. Δ. 18. 74.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπήστραψα;
lancer des éclairs sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀστράπτω.
Greek Monolingual
ἐπαστράπτω (Α)
1. αστράφτω πάνω σε κάτι ή απλώς αστράφτω («ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν», Πλούτ., «σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα», Νόνν.)
2. λάμπω.
Greek Monotonic
ἐπαστράπτω: μέλ. -ψω, αστράφτω πάνω σε κάτι, σε Ανθ.· ἐπ. πῦρ, ανάβω φωτιά, πυροδοτώ, στον ίδ.