ἐπιταχύνω: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπιταχύνω]]) [[ταχύνω]]<br />[[αυξάνω]] την [[ταχύτητα]], [[επισπεύδω]], [[κάνω]] ταχύτερη μια [[κίνηση]] ή [[ενέργεια]] (α. «[[επιταχύνω]] το [[βήμα]]» β. «[[επιταχύνω]] την [[επιστροφή]]» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾱλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επιταχύνω]] φράσιν ή σύνθεσιν» — [[καθιστώ]] τη [[φράση]] ή τη [[σύνθεση]] ρέουσα.
|mltxt=(Α [[ἐπιταχύνω]]) [[ταχύνω]]<br />[[αυξάνω]] την [[ταχύτητα]], [[επισπεύδω]], [[κάνω]] ταχύτερη μια [[κίνηση]] ή [[ενέργεια]] (α. «[[επιταχύνω]] το [[βήμα]]» β. «[[επιταχύνω]] την [[επιστροφή]]» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾱλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επιταχύνω]] φράσιν ή σύνθεσιν» — [[καθιστώ]] τη [[φράση]] ή τη [[σύνθεση]] ρέουσα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτᾰχύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[επισπεύδω]], [[επείγω]], ωθώ προς τα [[εμπρός]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτᾰχύνω Medium diacritics: ἐπιταχύνω Low diacritics: επιταχύνω Capitals: ΕΠΙΤΑΧΥΝΩ
Transliteration A: epitachýnō Transliteration B: epitachynō Transliteration C: epitachyno Beta Code: e)pitaxu/nw

English (LSJ)

   A hasten on, urge forward, τινὰ τῆς ὁδοῦ Th.4.47 ; τὸν πόλεμον, τὴν ὁδόν, Plu.Per.29, Hdn.2.11.1 ; τὴν φράσιν making it rapid, Plu.2.1011e ; τὴν σύνθεσιν D.H.Comp.20 ; τῇ Ἑλλάδι τὴν πεπρωμένην Paus.8.51.4:—Pass., ὑπὸ μαστίγων -όμενος Plu.Ant. 68.

German (Pape)

[Seite 989] beschleunigen, antreiben, μαστιγοφόροι ἐπετάχυνον τῆς ὁδοῦ τοὺς σχολαίτερον προσιόντας Thuc. 4, 47; τὸν πόλεμον Plut. Pericl. 29; a. Sp., wie Hdn. τὴν ὁδόν 2, 11, 2; τὴν πεπρωμένην Paus. 8, 51, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτᾰχύνω: ἐπισπεύδω, τινὰ τῆς ὁδοῦ Θουκ. 4. 47· τὸν πόλεμον, τὴν πορείαν, Πλουτ. Περικλ. 29, κτλ. τὴν φράσιν, καθιστῶ αὐτὴν ταχεῖαν, τρέχουσαν, ὁ αὐτ. 2. 1011Ε· τῇ Ἑλλάδι τὴν πεπρωμένην Παυσ. 8. 51, 4. ― Παθ., ὑπὸ μαστίγων ἐπιταχυνομένους Πλουτ. Ἀντών. 68.

French (Bailly abrégé)

hâter, presser.
Étymologie: ἐπί, ταχύνω.

Greek Monolingual

ἐπιταχύνω) ταχύνω
αυξάνω την ταχύτητα, επισπεύδω, κάνω ταχύτερη μια κίνηση ή ενέργεια (α. «επιταχύνω το βήμα» β. «επιταχύνω την επιστροφή» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾱλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», Πλούτ.)
αρχ.
φρ. «επιταχύνω φράσιν ή σύνθεσιν» — καθιστώ τη φράση ή τη σύνθεση ρέουσα.

Greek Monotonic

ἐπιτᾰχύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, επισπεύδω, επείγω, ωθώ προς τα εμπρός, σε Θουκ.