ἐπικλάω: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><b>1</b> briser sur : [[ἦχος]] [[τοῦ]] ὕδατος ἐπικλωμένου LUC bruit de l’eau qui se brise;<br /><b>2</b> fléchir sur : ἡ δεξιὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐπικεκλασμένη LUC la main droite infléchie autour de la tête ; ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα LUC le cou penché ; <i>fig.</i> ἐπ. τινὰ περὶ τὸν οἶκτον PLUT, [[εἰς]] οἶκτον ÉL incliner qqn vers la pitié ; <i>abs. au Pass.</i> : ἐπικλασθῆναι THC se laisser abattre, perdre courage ; τὸ ἐπικεκλασμένον [[τῶν]] [[μελῶν]] LUC l’accent efféminé des chants.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κλάω]].<br /><span class="bld">2</span><i>att. c.</i> ἐπικλαίω. | |btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><b>1</b> briser sur : [[ἦχος]] [[τοῦ]] ὕδατος ἐπικλωμένου LUC bruit de l’eau qui se brise;<br /><b>2</b> fléchir sur : ἡ δεξιὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐπικεκλασμένη LUC la main droite infléchie autour de la tête ; ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα LUC le cou penché ; <i>fig.</i> ἐπ. τινὰ περὶ τὸν οἶκτον PLUT, [[εἰς]] οἶκτον ÉL incliner qqn vers la pitié ; <i>abs. au Pass.</i> : ἐπικλασθῆναι THC se laisser abattre, perdre courage ; τὸ ἐπικεκλασμένον [[τῶν]] [[μελῶν]] LUC l’accent efféminé des chants.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κλάω]].<br /><span class="bld">2</span><i>att. c.</i> ἐπικλαίω. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικλάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], [[λυγίζω]] προς ή [[επιπλέον]] — Παθ., [[λυγίζομαι]] στα [[δύο]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[κάμπτω]], [[λυγίζω]], <i>τινα</i>, σε Πλούτ. — Παθ., <i>ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ</i>, κάμπτομαι στο ηθικό, χάνω το [[θάρρος]] μου, σε Θουκ.· [[αλλά]] επίσης, κάμπτομαι ή ευσπλαχνίζομαι, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
A bend, in lit. sense only Pass., bend double, ἡ δεξιὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τὸ ἄνω ἐπικεκλασμένη Luc.DDeor.11.2; ἐπικεκλ. τὸν αὐχένα Id.Rh.Pr.11; ὕδωρ ἐπικλώμενον broken water, Id.Tox.20; ἐπ' ἀλλήλων -κλωμένων τῶν κυμάτων Alciphr.1.1; also, to be bruised, Paul.Aeg.6.117. II. metaph., move to pity, Plu.Per.37; ἐ. τινὰ εἰς ὀ̄ικτον Ael.NA10.36:—Pass., Th.3.67; ἐ. τῇ γνώμῃ ib.59; ὑπ' εὐνοίης Hp.Ep.13; πρὸς ὀ̄ικτον Jul.Or.2.90d. 2. shake the resolution of, τινά Plu.Oth.15:—Pass., ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ to be broken in spirit, lose courage, Th.4.37; τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν effeminate, unmanly music, Luc.Demon.12.
German (Pape)
[Seite 949] (s. κλάω), einbrechen, einbiegen; ἡ δεξιὰ περὶ τἡν κεφαλὴν ἐς τὸ ἄνω ἐπικεκλασμένη Luc. D. D. 11, 2; ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα rhet. praec. 11; von den Wellen, ἐπ' ἀλλήλων ἐπικλωμένων κυμάτων Alciphr. 1, 1; vgl. Luc. Tox. 20. – Gew. übertr., φείσασθαι δὲ καὶ ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ οἶκτον λαβόντες, sich rühren, zum Mitleid bewegen lassen, Thuc. 3, 59, wie μὴ παλαιὰς ἀρετὰς ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε 3, 67; Sp., ἡ παροῦσα δυστυχία τῷ Περικλεῖ περὶ τὸν οἶκον ἐπέκλασε τοὺς Ἀθηναίους Plut. Pericl. 37; Them. 10 Phoc. 15 u. öfter; εἰς οἶκτον ἐπικλάσαι τοὺς ἀκούοντας Ael. H. A. 10, 36; εἴ πως ἐπικλασθεῖεν τῇ γνώμῃ τὰ ὅπλα παραδοῦναι, am Muth geknickt werden, den Muth verlieren, Thuc. 4, 37; so ἐπεκλάσθη allein, Plut. mul. virt. p. 300; – τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν, das Schmelzende, Luc. Demon. 12.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
1 briser sur : ἦχος τοῦ ὕδατος ἐπικλωμένου LUC bruit de l’eau qui se brise;
2 fléchir sur : ἡ δεξιὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐπικεκλασμένη LUC la main droite infléchie autour de la tête ; ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα LUC le cou penché ; fig. ἐπ. τινὰ περὶ τὸν οἶκτον PLUT, εἰς οἶκτον ÉL incliner qqn vers la pitié ; abs. au Pass. : ἐπικλασθῆναι THC se laisser abattre, perdre courage ; τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν LUC l’accent efféminé des chants.
Étymologie: ἐπί, κλάω.
2att. c. ἐπικλαίω.
Greek Monotonic
ἐπικλάω: μέλ. -άσω [ᾰ], λυγίζω προς ή επιπλέον — Παθ., λυγίζομαι στα δύο, σε Λουκ.
II. μεταφ., κάμπτω, λυγίζω, τινα, σε Πλούτ. — Παθ., ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ, κάμπτομαι στο ηθικό, χάνω το θάρρος μου, σε Θουκ.· αλλά επίσης, κάμπτομαι ή ευσπλαχνίζομαι, στον ίδ.