εὔπνοια: Difference between revisions
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὔπνοια]] και ποιητ. τ. ἐϋπνοΐη)<br /><b>1.</b> ελεύθερη [[πνοή]], καλή [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> ύπαρξη ευνοϊκών ή υγιεινών ανέμων<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> η κανονική, η φυσιολογική [[αναπνοή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ευάρεστη [[οσμή]], [[ευωδία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[ευάερος]] που προσβάλλεται από ανέμους<br /><b>2.</b> [[ευκολία]] στην [[αναπνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>εύπνο</i>- (του [[εύπνους]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ια</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δύσ</i>-<i>πνοια</i>, <i>σύμ</i>-<i>πνοια</i>)]. | |mltxt=η (ΑΜ [[εὔπνοια]] και ποιητ. τ. ἐϋπνοΐη)<br /><b>1.</b> ελεύθερη [[πνοή]], καλή [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> ύπαρξη ευνοϊκών ή υγιεινών ανέμων<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> η κανονική, η φυσιολογική [[αναπνοή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ευάρεστη [[οσμή]], [[ευωδία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[ευάερος]] που προσβάλλεται από ανέμους<br /><b>2.</b> [[ευκολία]] στην [[αναπνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>εύπνο</i>- (του [[εύπνους]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ια</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δύσ</i>-<i>πνοια</i>, <i>σύμ</i>-<i>πνοια</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔπνοια:''' ποιητ. -ΐη, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ευκολία]], [[άνεση]] αναπνοής.<br /><b class="num">2.</b> [[ευωδία]], ευχάριστη [[οσμή]], [[άρωμα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A easiness of breathing, Hp.Prog.5, Arist.Pr.960b24,al.; ἡ τῆς ζωῆς εὔ. Chrysipp. Stoic.2.238. II free blowing, ἀνέμων D.S.2.40. 2 airy situation, Arist.Pr.909b5; ἐν εὐπνοίᾳ Thphr.CP6.16.5; εὔπνοιαι εὐήλιοι dub. l. in Dsc.3.119. III fragrance, AP12.7 (Strat., in poet. form ἐϋπνοΐη).
German (Pape)
[Seite 1089] ἡ, 1) leichtes, freies Athmen, Hippocr. – 2) guter Luftzug, Arist. probl. 2, 30 u. Folgde; εὐήλιοι εὔπνοιαι, lustige und sonnige Gegenden, Diosc. – 31 gute, freie Ausdünstung, Arist., Theophr. Daher χρωτός, lieblicher Hauch, Strat. 6 (XII, 7).
Greek (Liddell-Scott)
εὔπνοια: ἡ, εὐκολία περὶ τὴν ἀναπνοήν, Ἱππ. 38. 11, Ἀριστ. Προβλ. 38. 3, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. καλὴ καὶ ἐλευθέρα πνοή, ἀνέμων Διόδ. 2. 40. 2) τοποθεσία εὐάερος, Ἀριστ. Προβλ. 14. 7· ἐν εὐπνοίᾳ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 16, 5· εὔπνοιαι εὐήλιοι Διοσκ. 3. 134. ΙΙΙ. εὐωδία, Ἀνθ. Π. 12. 7, ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ εὐπνοΐη.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 respiration facile ou libre;
2 bonne aération;
3 souffle libre;
4 bonne odeur.
Étymologie: εὔπνοος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὔπνοια και ποιητ. τ. ἐϋπνοΐη)
1. ελεύθερη πνοή, καλή αναπνοή
2. ύπαρξη ευνοϊκών ή υγιεινών ανέμων
3. ιατρ. η κανονική, η φυσιολογική αναπνοή
νεοελλ.-μσν.
ευάρεστη οσμή, ευωδία
αρχ.
1. τόπος ευάερος που προσβάλλεται από ανέμους
2. ευκολία στην αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εύπνο- (του εύπνους) + κατάλ. -ια (πρβλ. δύσ-πνοια, σύμ-πνοια)].
Greek Monotonic
εὔπνοια: ποιητ. -ΐη, ἡ,
1. ευκολία, άνεση αναπνοής.
2. ευωδία, ευχάριστη οσμή, άρωμα, σε Ανθ.