Εὖρος: Difference between revisions
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
(Autenrieth) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=Eurus, the [[south]]-[[east]] [[wind]], [[stormy]], Il. 2.145, Il. 16.765; [[but]] [[warm]] [[enough]] to [[melt]] the [[snow]], Od. 19.206. | |auten=Eurus, the [[south]]-[[east]] [[wind]], [[stormy]], Il. 2.145, Il. 16.765; [[but]] [[warm]] [[enough]] to [[melt]] the [[snow]], Od. 19.206. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Εὖρος:''' ὁ, [[ανατολικός]] [[άνεμος]], Λατ. Eurus, σε Ομήρ. Ιλ. (πιθ. συγγενές προς τα [[ἠώς]], [[ἕως]], ο [[πρωινός]] [[άνεμος]], όπως [[Ζέφυρος]] προς το [[ζόφος]], ο βραδυνός [[άνεμος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A the East wind (later, as dist. fr. ἀπηλιώτης, ESE.), Il.2.145, Arist.Mete.363b21, Mu.394b20, IG14.1308, etc. (Connected with ἠώς by Gell.2.22.7, with αὔρα by Vitr.1.6.11. Possibly from εὕω, because parching.)
Greek (Liddell-Scott)
Εὖρος: ὁ, ὁ ἀνατολικὸς ἄνεμος ἢ ἀκριβέστερον ΑΝΑ ἄνεμος (πρβλ. ἀπηλιώτης), Λατιν. Eurus, Ἰλ. Β. 145, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 6, 12, π. Κόσμ. 4. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 6180-81. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ ἠώς, αὔως, ἕως, ὁ πρωϊνὸς ἄνεμος ὡς Ζέφυρος συγγενεύει τῷ ζόφος, ὁ ἐσπερινὸς ἄνεμος: πρβλ. ἠώς. Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὸ εὔω ἢ εὕω, Σανσκρ. ush, Λατ. uro ἐκ τῆς ξηραντικῆς αὐτοῦ φύσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. ἔνθ’ ἀνωτέρω).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Euros (l’Eurus) vent d’est-sud-est.
Étymologie: p.-ê. apparenté à αὔρα et à ἀήρ, de la R. ἈϜ, souffler ; ou de εὔω, εὕω, brûler « le vent qui brûle ».
English (Autenrieth)
Eurus, the south-east wind, stormy, Il. 2.145, Il. 16.765; but warm enough to melt the snow, Od. 19.206.
Greek Monotonic
Εὖρος: ὁ, ανατολικός άνεμος, Λατ. Eurus, σε Ομήρ. Ιλ. (πιθ. συγγενές προς τα ἠώς, ἕως, ο πρωινός άνεμος, όπως Ζέφυρος προς το ζόφος, ο βραδυνός άνεμος).