εὐτεχνία: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(15) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐτεχνία]], ἡ (ΑΜ) [[εύτεχνος]]<br /><b>1.</b> η [[εμπειρία]], η [[γνώση]], η [[επιστήμη]] στην [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σοφία]], [[σύνεσις]]». | |mltxt=[[εὐτεχνία]], ἡ (ΑΜ) [[εύτεχνος]]<br /><b>1.</b> η [[εμπειρία]], η [[γνώση]], η [[επιστήμη]] στην [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σοφία]], [[σύνεσις]]». | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐτεχνία:''' ἡ, [[ικανότητα]] στην [[τέχνη]], [[μαστοριά]], σε Λουκ., Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A skill in art, Str.1.2.33, D.H.Dem.35, Luc.Herm.20, APl.4.142.6.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτεχνία: ἡ, ἐμπειρία ἐν τῇ τέχνῃ, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 34, Λουκ. Ἑρμότ. 20, Ἀνθ. Πλαν. 5. 142.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habileté, industrie ; savoir en gén.
Étymologie: εὔτεχνος.
Greek Monolingual
εὐτεχνία, ἡ (ΑΜ) εύτεχνος
1. η εμπειρία, η γνώση, η επιστήμη στην τέχνη
2. (κατά τον Ησύχ.) «σοφία, σύνεσις».